σύν

συν-

σύν-κάτειμι

σύν-παρόω

σύν-προσκυνέω

σύν-ἐκλαμπρύνω

σύν-ἐπισκιάζω

συναυγασμός

συναύγεια

συναυλίζομαι

συναυλέω

συνᾰβολέω

συναγαγεῖν

συναγαγὼν

συναγαγόντες

συνᾰγᾰνάκτησις

συνᾰγᾰνακτέω

συνᾰγᾰπάω

συνᾰγυρμός

συνάγυρτος

συνάγω

συνᾰγωγή

συνᾰγωγία

συνᾰγώγιον

συνᾰγωγόν

συνᾰγωγός

συναγόμενα

συναγόμενοι

συνᾰγωνιάω

συνᾰγώνισμα

συνᾰγωνιστής

συνᾰγοράζω

συναγρίς

συναγρόμενος

συναγρεύω

συνᾰγελάζομαι

συνᾰγελασμός

συνᾰγελαστικός

συνάγερθεν

συνᾰδηλέομαι

συνᾴδω

συνᾰδοξέω

συνάδελφος

συναείδω

συναοιδός

συναείρω

συναυαίνω

συνᾱΐγδην

συνᾰκαταληπτέομαι

συνακμάζω

συνᾰκολασταίνω

συνᾰκόλουθος

συνᾰκοντίζω

συνακροάομαι

συναξιόω

συνακτικόν

συνακτικός

συνακτέον

συνακούειν

συνακούω

συνακοῦσαι

συνᾰλᾰλάζω

συνᾰλάομαι

συνᾱλιάζω

συνᾱλίζω

συνᾰλιξ

συνᾰλύω

συνᾰλειπτικός

συναλισγούμενοι

συνᾰλίσκομαι

συνᾰλοιφή

συνᾰλείφω

συνᾰληθεύω

συνάλλαγμα

συνάλλαξις

συναλλοιόω

συνάλλομαι

συνᾰλοάω

συνᾰλεαίνω

σύνᾰμᾰ

συνᾰμαρτάνω

συναμπίσχομαι

συναμπρεύω

συνᾰμιλλάομαι

συνᾰμύνω

σύναμμα

σῐνᾰμωρία

σῐνάμωρος

σῐνᾰμωρέω

συνάμφω

συναμφότερον

συναναβοάω

συναναβόσκομαι

συναναγιγνώσκω

συναναγυμνόω

συνανάγνωσις

συνανάγομαι

συναναγράφω

συναναδίδωμι

συναναδέχομαι

συναναζεύγνῡμι

συνανακάμπτω

συνανακυκλέομαι

συνανάκειμαι

συνανακίρνημι

συνανακλίνομαι

συνανακομίζεσθαι

συνανακόπτω

συνανακρίνω

συνανακεράννῡμι

συναναλαμβάνω

συνανᾱλίσκω

συναναμιμνῄσκω

συνᾰναγκάζω

συναναγκάσαντος

συναναγκασθῇ

συνανανεόομαι

συναναπαύομαι

συναναπληρόω

συναναπλέκω

συναναπράσσω

συναναπέμπω

συναναρριπτέω

συνάναρχος

συνανασκευάζω

συνανασκευή

συνανασῴζω

συνανασπάω

συνᾰνάσσω

συναναστομόομαι

συναναστροφῇ

συναναστροφὴν

συναναστρέφω

συνανατήκω

συνανατίθημι

συνανατρίβομαι

συνανατρέχω

συναναθῡμιάομαι

συναναφύρομαι

συναναφθέγγομαι

συναναφαίνομαι

Συναναφέρειν

συναναφέρω

συναναχορεύω

συναναχωρέω

συναναχρώννῠμαι

συνανάχρωσις

συναναχρέμπτομαι

συναγγία

συνάγγελος

συναντάω

συναντιάζω

συναντιλαμβάνομαι

συναντιλαμβάνεσθαι

συνάντημα

συναντήματος

συναντήσῃς

συναντλέω

συνάντομαι

συνανδρᾰγᾰθέω

συνᾰνύω

συνανείργω

συνανιστάνω

συνανίστημι

Συνανθομολογησάμενος

συνανθρωπίζω

συνανθρωπεύομαι

συνανθρωπέω

συνανθέω

συνάγχη

συνανέκειντο

συναναίρεσις

συνανεστράφη

συνανεστράφης

συνανέχω

συνᾱορέω

συναπαντάω

συνᾰπᾰτάω

σίναπι

συναποικίζω

συνᾰπειλέω

συνάπειμι

συναπίστημι

συναποβάλλω

συναποβιάζομαι

συναποβαίνω

συναπογράφομαι

συναποδίδωμι

συναποδιδράσκω

συναποδείκνῡμι

συναπόδειξις

συναπόδημος

συναποδημέω

συναποδύομαι

συναποδοκιμάζω

συνάποκᾰλέω

συναποκάμνω

συναποκλίνω

συναποκομίζω

συναποκόπτω

συναποκρίνω

συναποκτίννῡμι

συναποκτείνω

συναπολαύω

συναπολάμπω

συναπολαμβάνω

συναπολύω

συναπολείπω

συναπολογέομαι

συναπομᾰραίνομαι

συναπονοέομαι

συναποπέμπω

συναπορρήγνῡμι

συναπορρέω

συναπορέομαι

συναποσβέννῡμι

συναποστάτης

συναποστερέω

συναποσεμνύνω

συναποτίκτω

συναποτίθεμαι

συναποτελέω

συναπόφᾰσις

συναποθνῄσκω

συναποφαίνομαι

συναπωθέω

συναποφέρω

συναποχωρέω

συνάψας

σύναψις

συναπτή

συναπτικός

Συναπτήν

συνάπτω

συναπτομένοις

συναπτόμενον

συναπτόντων

συναπτός

συναπτός

συναπεργάζομαι

συναπερείδω

συναπέρχομαι

συναπευθύνω

συναπεχθάνομαι

συνᾰράσσω

συνάρηρα

συνᾱριστάω

συνάριστος

συνᾰριστεύω

συνᾰρίθμιος

συνάριθμος

συνᾰριθμέω

συναρμογή

συναρμόζω

συναρμοζόμενα

συναρμολογέομαι

συναρμόσας

συναρμοστής

συναρμοσθῆναι

συναρμοττόντως

συνᾰρωγός

συναρπάζω

συνάρτησις

σύναρθρος

συναρχίαι

σύναρχος

συναρχαιρεσιάζω

συνᾶραι

Συναρεσθεὶς

συνάσκησις

συνασκέω

συνᾰσοφέω

συνασπίζω

συνασπισμός

συνασχημονέω

συνασχολέομαι

συνᾰσεβέω

συνᾰτῑμάζω

συνατῑμόω

συνᾰτῠχέω

συνατμίζομαι

συναφανίζομαι

συνᾰφή

συνάφεια

συνάφειαν

συναφίημι

συναφικνέομαι

συνᾰφής

συναυξάνω

συναύξησις

συναύξω

συναθλέω

συναφομοιόω

συναφορίζω

συνάθροισις

συναθροισμός

συναφθῆναι

συναφθεῖσι

συναφθέντας

συνάχρονος

συναχθῆναι

συνάχθητε

συνάχθομαι

συγκακοπᾰθέω

συγκακουργέω

συγκακουχέομαι

συγκᾰλινδέομαι

συγκᾰλύπτω

συγκᾰλυπτός

συγκαλλύνω

συγκᾰλέω

συγκαμπή

συγκαμπτός

σύγκαμψις

συγγᾰμέω

συγκάω

συγκασιγνήτη

σύγκᾰσις

συγκαταβάλλω

συγκατάβασιν

συγκατάβασις

συγκαταβῐβάζω

συγκαταβιόω

συγκαταβήτω

συγκαταβαίνω

συγκαταγήρασις

συγκαταγηράσκω

συγκατάγω

συγκαταγομφόω

συγκαταδαρθάνω

συγκαταδύνω

συγκαταζάω

συγκαταζεύγνῡμι

συγκατακᾰλύπτω

συγκατακάω

συγκατάκειμαι

συγκατακλίνω

συγκατακλείω

συγκατάκλῐσις

συγκατακόπτω

συγκατακοσμέω

συγκατακτάομαι

συγκατακαίω

συγκαταλέγω

συγκαταμίγνῡμι

συγκαταμύω

συγκαταναυμᾰχέω

συγκατανεύω

συγκαταπᾰτέω

συγκαταπλέκω

συγκαταπολεμέω

συγκαταποντόω

συγκαταπράσσω

συγκαταψηφίζομαι

συγκαταψεύδομαι

συγκαταρίθμησον

συγκαταριθμηθῇ

συγκαταριθμέω

συγκαταρρίπτω

συγκαταρριπτέω

συγκατασβέννῡμι

συγκατασκάπτω

συγκατασκηνόω

συγκατασκήπτω

συγκατασκεδάννῠμαι

συγκαταστᾰσιάζω

συγκατάστᾰσις

συγκατασχημᾰτίζω

συγκατατάσσω

συγκατατίθεμαι

συγκατατρίβω

συγκατατρώγω

συγκατατρέχω

συγκαταφᾰγεῖν

συγκαταθάπτω

συγκαταφλέγω

συγκαταθνῄσκω

συγκαταφθείρω

συγκαταθέω

συγκαταφέρω

συγκαταφέρεσθαι

συγκατάθεσις

συγκαταθετικός

συγκατηγορέω

συγκατοικτίζομαι

συγκατοικέω

συγκάτειμι

συγκάτημαι

συγκατιών

συγκατολισθαίνω

συγκατορύσσω

συγκατορθόω

συγκαττύω

συγκατέδω

συγκατεξανίστημι

συγκάταινος

συγκαταινέω

συγκαταίρω

συγκατέρχομαι

συγκαταιρέω

συγκατεσθίω

συγκαταίθω

συγκατευθύνω

συγκατεύχομαι

συγκατέχω

συγκαθᾰγίζω

συγκαθαρμόζω

συγκαθιδρύω

συγκαθίημι

συγκαθείργω

συγκαθιερόω

συγκαθορμίζομαι

συγκαθοσιόω

σύγκαυσις

συγκαθέζομαι

συγκαθεστῶτες

συγκῠβεύω

συγκῠβευτής

συγκηδεύω

συγκηδεστής

συγκυκλόω

συγκυκλέω

συγκῠλίνδομαι

συγκυλινδούμενον

συγκυλινδέομαι

συγκῠλίομαι

συγκοιμίζω

συγκοίμημα

συγκοίμησις

συγγυμνάζω

συγγυμνᾰσία

συγγυμναστής

συγγῑν-

συγκῠνᾱγός

συγκῠνηγός

συγκῠνηγέω

συγκῠνηγέτης

συγκῠνηγετέω

συγκίνημα

συγκίνησις

συγκοινωνός

συγκοινωνέω

συγκοινόομαι

σύγκοινος

συγκῑνέω

συγκύπτω

συγκυρία

συγκυρίαν

συγκύρημα

συγκύρησις

συγκιρνάω

σύγγηρος

συγκῠρέω

συγγείτων

σύγκοιτος

συγκλάω

συγκλύζομαι

συγκλῐνής

συγκλῐνίαι

συγκλίνω

σύγκλινος

συγκληρονόμος

συγκληρόω

σύγκληρος

συγκλυσμός

συγκλειστός

συγκλητικός

συγκλίτης

σύγκλητος

συγκλονέω

συγκλαίω

συγκλέπτω

συγγνώμη

συγγνώμην

συγγνωμονικός

συγγνωμονέω

συγγνωμοσύνη

συγγνωρίζω

συγκολάζω

συγκολυμβάω

σύγκολλα

συγκολλάω

συγκολλητής

συγκόλλως

σύγκωλος

σύγκωμος

συγγομφόω

συγκονιόομαι

συγκοπή

σύγκοπος

συγκόπτω

συγκορῠβαντιάω

συγκόρῠφος

Σίγγος

συγκοσμέω

συγκρᾰδαίνω

σύγκρᾱμα

συγκρᾱμᾰτικός

συγγραμμάτιον

συγκρᾰτύνω

σύγκρᾱτος

συγκρᾰτέω

συγκρᾱτέον

συγγραφεῖς

σύγκρῐμα

συγκρημνίζω

συγκρίνω

συγκρύπτω

σύγκρῐσις

συγκρῐτική

συγκρῐτικόν

συγκρῐτικός

συγκρητισμός

συγκρῐτός

συγκριτέον

συγκροτήσαντος

συγκροτήσας

σύγκρουσις

συγκρουσμός

συγκουφίζω

συγκέκλημαι

συγγελάω

συγκεντέω

συγγενείας

συγγενικῶν

συγγενικός

συγγένειος

συγγενίς

συγγένησις

συγγεννάω

συγγεννήτωρ

συγγενὲς

συγγενέτειρα

συγγέωργος

συγγεωργέω

Σιγγαῖος

συγκεραυνόω

συγκερκίζω

συγγέρων

συγκεφᾰλαιοίω

συγκεφᾰλαίωσις

συγκέχῠμαι

συγκεχῠμένως

σύνταγμα

συνταγμᾰτάρχης

συνδαΐζω

συνδάκνω

συνδακρύω

συνδακρύσατε

σύνταξον

συντάξεως

συντακτός

συντακτέον

συντάμνω

συνδᾰνείζομαι

συντᾰνύω

συντάραξις

σύντᾰσις

Συντάσσῃ

συντάσσω

Συντάσσομαι

συντᾰτέος

σύντᾰφος

συντᾰχύνω

Σίνδοι

συνδιαβῐβάζω

συνδιάγω

συνδυάζω

συνδιακῠβερνάω

συνδιακινδῡνεύω

συνδιακομίζομαι

συνδιακοσμέω

συνδιακρίνω

συνδιακαίω

συνδιαλαμβάνω

συνδιαλύω

συνδιαλλάσσω

συνδιαμαρτάνω

συνδιαμνημονεύω

συνδιαμένω

συνδιανοέομαι

συνδιανεύω

συνδιανέμω

συνδιαπλέω

συνδιαπονέω

συνδιᾰπορέω

συνδιαπράσσω

συνδιαπεραίνω

συνδιαπέτομαι

συνδιαρρέω

συνδιαρθρόω

συνδυάς

συνδιασκοπέω

συνδιασκέπτομαι

συνδυασμός

συνδυαστικός

συνδιαστρέφω

συνδιατᾰράσσω

συνδιατείνω

συνδιατηρέω

συνδιατίθημι

συνδιατρίβω

συνδιατρέπω

συνδιαφῠλάσσω

συνδιαφθείρω

συνδιαθέω

συνδιαφέρω

συνδιαχειμάζω

συνδιαχειρίζω

συνδιαχέομαι

σύντηγμα

συνδίδωμι

συνδιοικέω

συνδιημερεύω

συνδιημέρευσις

συνδιηθέομαι

συνδῐκάζω

συνδῐκαστής

Σινδική

συνδῐκία

συντήκω

σύνδῐκος

σύντηξις

συντηκτικός

συνδῐκέω

συντίλλω

συνδηλόω

σύνδηλος

συνδημᾰγωγέω

συντῑμάω

συντυμβωρῠχέω

συνδημιουργός

συντῐνάσσω

συντείνει

σύνδυο

συνδιόλλῡμι

συνδιοράω

συνδιορθόω

συνδείπνιον

σύνδειπνον

σύνδειπνος

συνδιψάω

συντῠραννοκτονέω

συντύραννος

συντηρεῖν

συντηρήσας

συντήρησον

συντηρεῖται

συντηρῶν

συντῡρόω

συντηροῦσιν

συντηρέω

σίντης

συνδισκεύω

συνδυστῠχέω

συντιτράω

συντιτρώσκω

συντῠχικός

συντῠχών

συνδιεκπίπτω

συνδιέξειμι

συνδιαιρέω

Σίντιες

συνδιαίτησις

συνδιαιτητής

συντλάω

συνδώδεκα

συνδοκῐμάζω

συνδοξάζω

συνδοξαζόμενον

σύντομα

συντομία

σινδών

σύντονα

συντονία

σινδονίσκη

συντονολῡδιστί

σίντωρ

Σίνδος

συντρᾰγῳδέω

συνδρᾰμεῖν

συντράπεζος

Συντριβήτωσαν

συντρίβω

συντρίβων

συντριήραρχος

συντριηραρχέω

σύντριμμα

συντρίμματα

Σύντριψ

σύντριψον

σύντρεις

σύντρησις

συντριαινόω

σύνδρομα

συνδρομάς

συνδρομή

σύντρομος

συντροφία

συντροχάζω

συνδούλη

σύνδουλος

συνδουλεύω

συνδεκάζω

συντεκνόω

συντεκνοποιέω

συντεκταίνομαι

συντελοῖ

συντέλεια

συντελείας

συντελικόν

συντελικός

συντελεῖν

συντελής

συντελεῖσθαι

συντελουμένων

συντελέσωσιν

συντελεστικόν

συντελεστικός

συντελέσαι

συντελέθω

συντελευτάω

σύνδενδρον

σύνδενδρός

συνδαίνῡμι

συνδέομαι

συντερμονέω

σύνδεσιν

σύνδεσις

σύνδεσμα

συνδέσμῳ

συνδέσμων

σύνδεσμος

συνδεσμεύω

συνδετικόν

συνδετικός

συνδαίτης

συντέτυχε

σύνδετον

συνδαίτωρ

σύνδετος

συντέτρυμμαι

συντετριμμένην

συντετριμμένοις

συντετριμμένον

συντετραίνω

συντετελεσμένων

συντεχνάζω

συντεχνάομαι

σύντεχνος

σινιάζω

συνηβάω

συνηβολέω

σύνηβος

συνυβρίζω

συνηγμένοι

συνηγορία

συνηγορικόν

συνηγέομαι

σύνοιδα

συνοιδάω

συνιδεῖν

συνηδύνω

συνείδησις

συνειδήσω

συνεῖδον

συνειδός

συνειδότος

συνιδρόω

συνῃδέᾰτε

συνειδέναι

συνιζάνω

συνίζησις

συνίζω

συνήειρεν

συνοικίδιον

συνοίκημα

συνοικειόω

συνοικείωσις

συνοικισμός

συνοικιστήρ

συνοικήτωρ

συνικνέομαι

συνείκω

συνοικονομέω

συνήκοος

συνοικτίζω

συνοικουρέω

συνήκουσαν

συνῐκετεύω

συνηλῐκεώτης

συνηλῠσία

συνήλῠσις

συνειλίσσω

συνείληφα

συνείληχα

συνείλκυσα

συνεῖλον

συνείλοχα

συνείλεγμαι

συνειλέω

συνείμαρμαι

συνημμένος

συνημοσύνη

συνίμεν

συνῠμεναιόω

συνημερεύω

συνημέρευσις

συνημερευτής

συνεῖναι

συνίω

συνιών

συνυπᾰκούω

συνύπαρξις

συνυπάρχω

συνυπᾰτεύω

σίνηπι

συνυπηρετέω

συνυποβάλλω

συνυποδείκνῡμι

συνυποδύομαι

συνυποκρίνομαι

συνυποκρινόμενος

συνειπόμην

συνεῖπον

συνυπονοέω

συνυποπίπτω

συνυπόπτωσις

συνυποπτεύω

συνυποστέλλω

συνυποτίθεμαι

συνυποφύομαι

συνυποχωρέω

συνιππάζομαι

συνίππαρχος

συνιππεύς

συνυπουργούντων

συνυπουργέω

συνυπερβάλλω

συνηπεροπεύω

συνείργνῡμι

συνείρηκα

συνήριθμος

συνῆρσα

συνηρετμέω

συνηρετέω

συνηρεφής

συνηρεφές

σίνις

συνεισάγω

σύνῐσαν

συνεισβαίνω

συνεισδύνω

συνεισηγέομαι

συνείσειμι

συνεισκρίνω

συνείσομαι

συνεισποιέω

συνεισπλέω

συνεισπράσσω

συνιστάνω

συνιστάω

συνίστασθαι

συνίσταται

συνίστημι

συνιστορεῖν

συνιστορῇς

συνιστορῶσι

Συνιστορούσης

συνιστορέω

συνισχῡρίζω

συνισχναίνω

συνίσχω

συνεισελαύνω

συνῐτικός

συνηττάομαι

συνῆτε

συνιοῦσι

συνύφανσις

συνήθει

συνήθεια

συνήθης

συνυφίσταμαι

συνύφειαι

συνυθλέω

συνήθως

συνήφθησαν

συνήχθημεν

συνηχέω

συνῑέμεν

συνεῖεν

συνιέναι

συνιεράομαι

συνιεροποιέω

συνίερος

συνιερουργέω

συνιερεύς

συνναυᾱγέω

σύννᾱος

συννάσσω

συνναύκληρος

συνναυστολέω

συνναύτης

συννῑκάω

συννυκτερεύω

συννυμφοκόμος

συννήω

σίννις

συννήχομαι

συννηέω

συννομή

συννομίζω

συννομοθετέω

σίννομαι

συννομέομαι

σύννοος

συννοσέω

σύννους

συννεάζω

συννεαρίζω

συννέμησις

συννέμω

συννενέᾰται

συνναίω

συννέφεια

συννεφής

σύννευσις

συννεφέω

συνοδία

συνοδοιπορία

συνοδοιπορέω

συνοδίτης

σινόδων

συνόδους

συνοδεύω

συνοξύνω

συνολισθάνω

συνολισθαίνω

σύνολκος

συνόλλῠμαι

συνολολύζω

σύνολον

συνόλως

συνομᾶλιξ

συνομᾰλύνω

συνομαρτέω

συνομβρίζει

συνωμία

συνομιλεῖ

συνομῆλιξ

συνομιλέω

συνομοιόω

συνομοιοπᾰθέω

συνομηρεύω

συνομήθης

συνομολογία

Συνομολογήσας

συνομώνῠμος

συνομοπᾰθέω

συνομορέω

συνωμοτικῶς

σίνομαι

συνόμευνος

συνομαίμων

συνώμεθα

συνὼν

συνώνῠμα

συνωνῠμία

συνωνύμως

συνωνέομαι

συνοπάζομαι

Σῐνώπη

Σῐνωπίτης

σύνοπλος

σύνοψις

συνόψομαι

συνοψοφᾰγέω

συνοπτικός

σύνοπτον

σύνοπτος

συνῶπται

Σῐνωπεύς

συνοργιάζω

συνοργίζομαι

συνωριαστής

συνορίζω

συνωρῐκεύομαι

συνορίνω

σύνορκος

συνορμάω

συνορμίζω

συνόρμενος

συνορμέω

συνοροφόω

σύνορθρος

συνορχέομαι

συνορέω

σίνος

σύνωσις

συνώθησις

σύνοφρυς

συνωχᾰδόν

συνοχηδόν

συνοχήν

συνοχμάζω

συνόχωκα

σύνοχος

συνοχέομαι

συντηροῦντος

συντηροῦντες

συντελοῦντος

συντελοῦντες

συνοῦσί

συνουσιάζω

συνουσιασμός

συνουσιαστικός

συνουσιαστής

συνουσίη

συνθαυμάζω

σύνθᾱκος

συνθᾱκέω

συνθάλπω

συνθαμβέω

συνθάπτω

συνθήγω

συνθημᾰτικός

συνθημᾰτιαῖος

συνθοινάτωρ

συνθύω

συνθηρᾱτής

σύνθηρος

συνθηρευ-

συνθλάω

συνθλίβω

σύνθλιψις

συνθορῠβέω

συνθραύω

συνθρᾱνόω

συνθριαμβεύω

σύνθρηνος

συνθρύπτω

συνθρόησις

σύνθρονος

σύνθροος

συνθεάζω

συνθεάομαι

συνθεᾱτής

συνθεάτρια

σύνθεμα

σύνθεο

Συνθεωρήσας

συνθεωροῦντες

συνθεωρέω

συνθερμαίνω

συνθεσία

σύνθεσις

συνθετικός

σύνθετο

σύνθετον

συνθετός

συνθετέον

συγχᾰρίζομαι

συγχειλίαι

συγχειμάζομαι

συγχύνω

συγχειρίζω

συγχειροπονέω

συγχειρουργέω

συγχίς

σύγχῠσις

συγχῠτικός

σύγχῠτο

συγχώννῡμι

συγχωνεύω

συγχόω

συγχορδία

συγχορηγός

συγχορηγέω

συγχώρημα

συγχωρεῖν

συγχωρήσας

συγχωρήσατέ

συγχωρήσοι

συγχώρησιν

συγχώρησις

συγχώρησον

συγχωρήσαι

συγχωρήσεως

Συγχωρητική

συγχωρητικός

συγχωρηθῆναι

συγχωρῶν

σύγχορτος

συγχορεύω

συγχωρέω

συγχορευτής

συγχορεύτρια

συγχράομαι

συγχρήσησθε

συγχρήσομαι

συγχρῆσθαι

συγχρώζομαι

συγχρώμενοι

συγχρώμενος

συγχρωμένους

συγχρώμεθα

συγχρῶνται

συγχρονίζω

σύγχροος

συγχρωτίζομαι

συγχέω

συγχαίρει

συγχαίρω

συνεᾰρίζω

συνευδοκέω

συνευδαιμονέω

συνευνάομαι

συνεύνη

συνευρίσκω

συνέβαινε

συνεγείρω

συνεδρεία

συνεδριᾰκός

συνεδρείας

συνέδριον

συνεδρεύω

συνέζευξα

συνέζευξεν

συνευαρεστέομαι

συνευημερέω

συνέηκα

συνεείκοσι

συνευωχέομαι

συνεκβάλλω

συνεκβῐβάζω

συνεκβοηθέω

συνεκβαίνω

συνεκδίδωμι

συνέκδημος

συνεκδημέω

συνεκδύομαι

συνεκδοχή

συνεκδοχικῶς

συνεκδρομή

συνεκδέχομαι

συνεκκᾰλέομαι

συνεκκλύζω

συνεκκλίνομαι

συνεκκλησιάζω

συνεκκλέπτω

συνεκκομίζω

συνεκκόπτω

συνεκκρίνω

συνεκκρούω

συνεκκαίδεκα

συνεκκαίω

συνεκλάμπω

συνεκλαμπρύνεται

συνεκλύω

συνεκλείπω

συνεκλέγομαι

συνεκλεκτός

συνεκμοχλεύω

συνεκπικραίνω

συνεκπίμπρημι

συνεκπίνω

συνεκπῠρόω

συνεκποιέομαι

συνεκπληρόω

συνεκπλήσσω

συνεκπλώω

συνεκπνέω

συνεκπολεμόω

συνεκπολεμέω

συνεκπονέω

συνεκπορίζω

συνεκποτέα

συνεκπράσσομαι

συνεκπέμπω

συνεκπεπαίνω

συνεκπεράω

συνεκπέσσω

συνεξάγω

συνεξᾰκολουθέω

συνεξᾰκούω

συνεξᾰλείφω

συνεξᾰμείβω

συνεξᾰμιλλάομαι

συνεξᾰνύτω

συνεξανθέω

συνεξᾰπᾰτάω

συνεξαποστέλλω

συνεξάπτω

συνεξᾰριθμέω

συνεξάρχω

συνεξατμίζω

συνεξᾰτονέω

συνεξυγραίνω

συνεξιδρόω

συνεξικμάζω

συνεξημερόομαι

συνεξισόω

συνεξίσταμαι

συνεξιχνεύω

συνεκσῴζω

συνεξοκέλλω

συνεξομοιόω

συνεξορμάω

συνεξορθιάζω

συνεξωθέω

συνεξεγείρω

συνεξελαύνω

συνεξελθεῖν

συνεξελέειν

συνεξεμέω

συνεξερύω

συνεξαίρω

συνεξερευνάομαι

συνεξετάζω

συνεκτᾰπεινόω

συνεκτάσσω

συνεκτικός

συνεκτίκτω

συνεκτείνω

συνεκτίθημι

συνεκτῐθηνέομαι

συνεκτρᾰχηλίζομαι

συνεκτρᾱχύνομαι

συνεκτρέφω

συνεκτρέχω

συνεκτέμνω

συνεκτέον

συνεκθειάζω

συνεκθλίβω

συνεκθνῄσκω

συνεκφωνέω

συνεκφωτίζω

συνεκφαίνω

συνεκθερμαίνω

συνεκχέω

συνεληλυθότας

συνεληλυθέναι

συνελίσσω

συνελήφθημεν

συνελήφθην

συνελκύω

συνέλκω

σύνελον

συνελθόντων

συνέλεξα

σύνελεν

συνέλευσις

συνελευστικός

συνεμπίπτω

συνεμπλέκω

συνεμβῐβάζω

συνεμβαίνω

συναίμων

συνεμπίμπρημι

συνέμφᾰσις

συνεμφαίνω

συνέμεν

συνεγγυάω

συνεγγίζω

σύνεγγυς

συνεγγισμός

συνέγγιστα

συνεγγράφω

συνέντᾰσις

συνενδίδωμι

συνένδοσις

συνενείκομαι

συναίνῠμαι

συναίνησις

συνενόω

συνενθουσιάζω

συνενθουσιάω

Συναινέσας

συναίνεσις

σῑνέομαι

συναιώρησις

συνεορτάζει

συνεορτάζω

συνεορτάζουσι

συνεορταστής

συναιωρέομαι

συνεοχμός

συνεπᾰγωνίζομαι

συνεπαείδω

συνεπανορθόω

συνεπάπτομαι

συνεπιβάλλω

συνεπιβλάπτω

συνεπιβουλεύω

συνεπιβαίνω

συνεπιγαυρόω

συνεπιγί(γ)νομαι

συνεπιγράφω

συνεπιγρᾰφεύς

συνεπιδίδωμι

συνεπιδείκνῡμι

συνεπίκειμαι

συνεπικῡρόω

συνεπικλάω

συνεπικωμάζω

συνεπικοσμέω

συνεπικρᾰδαίνω

συνεπικρύπτω

συνεπικροτέω

συνεπικουρέω

συνεπικουφίζω

συνεπιλαμπρύνω

Συνεπιμαρτυρήσας

συνεπιμαρτῠρέω

συνεπιμειδιάω

συνεπιμελητής

συνεπινοέω

συνεπινεύω

συνεπιορκέω

συνεπιπάσχω

συνεπιπλέκω

συνεπιπλέω

συνεπιψηφίζω

συνεπιψεύδομαι

συνεπιρρώννῡμι

συνεπιρρέω

συνεπιρρέπω

συνεπείσειμι

συνεπισημαίνω

συνεπισείω

συνεπισκιάσας

συνεπισκυθρωπάζω

συνεπισκοπέω

συνεπισκέπτομαι

συνεπισπάω

συνεπεισπίπτω

συνεπισπόμενος

συνεπισπεύδω

συνεπιστρέφω

συνεπιστέλλω

συνεπιστένω

συνεπισχύω

συνεπιτᾰχύνω

συνεπῑτιμάω

συνεπιτείνω

συνεπιτῡφόω

συνεπιτρίβω

συνεπίτροπος

συνεπιτελέω

συνεπιφάσκω

συνεπιθειάζω

συνεπιθήγω

συνεπιθῡμητής

συνεπιθῡμέω

συνεπιθωΰσσω

Συνεπιφωνησάντων

συνεπιφωνούντων

συνεπιθορῠβέω

συνεπιφορτίζω

συνεπιθρήνησις

συνεπιθρηνέω

συνεπίθρυψις

συνεπιφθέγγομαι

συνεπιφαίνομαι

συνεπιθεωρέω

συνεπιφέρω

συνεπιχειρονομέω

συνεπιχειρέω

συνεπηχέω

συνεπῳάζω

συνεποκέλλω

συνεπόμνῡμι

συνεπωθέω

συνεψιάω

συνέψω

συνεπούλωσις

συνεπουρίζω

συνεπεκπίνω

συνεπεκτείνω

συνεπελαφρύνω

συνεπεμβαίνω

συνέπαινος

συνεπερείδω

συνεπερίζω

συνεπαίρω

συνεπευφημέω

συνεπευθύνω

συνερᾰνίζω

συνερᾰνισμός

συνεραστής

συνεργᾰσία

συνεργᾰτίνης

συνεργάτις

συνέργεια

συνέργημα

συνεργήτης

συνεργῷ

συνεργόν

συνεργοπονέω

συνεργός

συνεργέω

συνεργὲς

συνερύω

συνερειστικός

συνέρῑθος

σύνερξις

συνερκτικός

συνερῶ

συνερωτάω

συνερώτησις

συνέρπω

συνέρρωγα

συνέρρουν

συνερτικός

συνέρχομαι

συνέρχονται

συνερέω

συναίρεσις

συνερέσθαι

συνεσβάλλω

συνέσει

Συνέσιος

σύνεσις

συνεσκευασμένως

συνεσταυρώθη

συνεσταλμένως

συνεσταμένης

συνεστάναι

σύνεστι

συνεστιάω

συνεστίη

συνεστηκώς

συνεστηκότως

συνεστηκέναι

συνέστην

συνέστησα

συνεστώ

συνεστώς

συνεστραμμένως

συνεστρατευμένων

Συνέστρωσε

συνεστέον

συνεστεώς

συναισθάνομαι

συνεσφιγμένοι

συνέσφιγγον

συνεσθίω

συναίσθησις

συνέσευα

συνέσεως

συνεσέρχομαι

Συνεταξάμην

Συνετάξω

Συνετάφημεν

συνετή

συναιτία

συναιτιάομαι

συνετίζω

Συνετιῶ

συνετοῖς

συνέτισον

Συνέτυχε

συνέτλᾱν

συνέτριψας

σύνετε

συνετέλουν

συνετελέσθη

συνέταιρος

συνεταιρέω

συνεφάπτομαι

συνέφηβος

συνεφηβεύω

συνέθηκαν

συνεφιστάνω

συνεφομοιόω

συνευπάσχω

συνευπορέω

συναιθριάζω

συνευσχημονέω

συνευτῠχέω

συνευφημέω

συνεύχομαι

συνεφεδρεύω

συνεθέλω

συνέχεια

συνέχεις

συναιχμάζω

συναιχμᾰλωτίζω

συναιχμάλωτος

συνεχόμενος

συνεχομένους

συνεχῶς

συνέχθω

συνεχθραίνω

συνεχθαίρω

σύνεχε

συνεχέως

συνεχὲς

συνεχέσιν

συνεέργαθον

συνέεργω

Language: Greek

σύν

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
σύν
I σύν, староатт.
ξύν (ῠ) adv.
1) вместе: οἴκαδε νισσόμεθα σύν Hom. мы вместе вернемся домой;
2) вместе с тем, одновременно: σὺν δὲ πτερὰ λίασθεν Hom. (раненая голубка свесила головку), и в то же время крылья (ее) распустились; σὺν δ᾽ αὕτως ἐγώ Soph. равным образом и я.


II
σύν, староатт.
ξύν (ῠ) praep. cum dat. (изредка после существ.)
1) (вместе) с: σύν τινι с кем(чем)-л.; σύν τινι (= μετά τινος) μάχεσθαι Xen. воевать в союзе с кем-л.; Μένων καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Xen. Менон и его люди; ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ Aesch. сам-сем, т. е. с шестью другими; σὺν τῷ σῷ ἀγαθῷ Xen. тебе на пользу;
2) с помощью: σὺν θεῷ Hom., Her. с божьей помощью; σὺν νηυσὶ πόλεις ἀλαπάζειν Hom. с помощью флота разорять города; προσπλεῖν σὺν διακοσίαις ναυσί Xen. прибывать на двухстах кораблях;
3) посредством (обычно в переводе опускается при творительном инструментальном): σὺν τεύχεσι Hom. оружием; σὺν νεφέεσσι καλύψαι Hom. окутать облаками; σὺν τῇ βίᾳ Xen. силой; σὺν τῷ δικαίῳ καὶ καλῷ Xen. правдой и честностью;
4) (при обозначении времени) с, со: σὺν τῷ χρόνῳ προϊόντι Xen. с течением времени; ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ Pind. поздним вечером;
5) в соответствии с, согласно (σὺν τῷ νόμῳ Xen.).

Lemma σύν

Wordforms and parallel words:

σὺν 40 с (22) со (4) вместе (1) съ (11) со (24)

Concordance:

Wordform σὴν

Lemmas:

σός 17
σής 2

Parallel words:

своему (3) твою (5) твое (1) твой (1) твоей (1) твоему (1) тебе (1)
твоѐ (6) твою̀ (4) тво́й (1) твоемꙋ̀ (4) твоегѡ̀ (1)

In subcorpus: Show more ▼

Богослужебные тексты 19 из 29840 ipm=637 freq stat

Concordance:

Wordform σὺν

Lemmas:

σύν 40
лемма не указана 17

Parallel words:

с (22) со (4) вместе (1)
съ (11) со (24)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 17 из 12932 ipm=1315 freq stat
Богослужебные тексты 40 из 29840 ipm=1340 freq stat

Concordance: