Language: Greek

συνόχωκα

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
συνόχωκα
συν-όχωκα [эп. pf. к συνέχω, вм. * συνόκωχα] (только part. συνοχωκώς) сойтись, сростись: ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε Hom. сошедшиеся на груди плечи (у горбатого Терсита).

Lemma συνόχωκα

Wordforms and parallel words:

συνεχόμενος 1
συνεχομένους 1
σύνεχε 1

Concordance: