Σίνδοι

συνδιαβῐβάζω

συνδιάγω

συνδυάζω

συνδιακῠβερνάω

συνδιακινδῡνεύω

συνδιακομίζομαι

συνδιακοσμέω

συνδιακρίνω

συνδιακαίω

συνδιαλαμβάνω

συνδιαλύω

συνδιαλλάσσω

συνδιαμαρτάνω

συνδιαμνημονεύω

συνδιαμένω

συνδιανοέομαι

συνδιανεύω

συνδιανέμω

συνδιαπλέω

συνδιαπονέω

συνδιᾰπορέω

συνδιαπράσσω

συνδιαπεραίνω

συνδιαπέτομαι

συνδιαρρέω

συνδιαρθρόω

συνδυάς

συνδιασκοπέω

συνδιασκέπτομαι

συνδυασμός

συνδυάσω

συνδυαστικός

συνδιαστρέφω

συνδιατᾰράσσω

συνδιατείνω

συνδιατηρέω

συνδιατίθημι

συνδιατρίβω

συνδιατρέπω

συνδιαφῠλάσσω

συνδιαφθείρω

συνδιαθέω

συνδιαφέρω

συνδιαχειμάζω

συνδιαχειρίζω

συνδιαχέομαι

σύντηγμα

συνδίδωμι

συνδιοικέω

συνδιημερεύω

συνδιημέρευσις

συνδιηθέομαι

συνδῐκάζω

συνδῐκαστής

Σινδική

συνδῐκία

συντήκω

σύνδῐκος

σύντηξις

συντηκτικός

συνδῐκέω

συντίλλω

συνδηλόω

σύνδηλος

συνδημᾰγωγέω

συντῑμάω

συντυμβωρῠχέω

συντίμησιν

συντίμησις

συντιμήσεως

συνδημιουργός

συντῐνάσσω

συντείνει

συντείνω

συντυγχάνω

σύνδυο

συνδιώξαντες

συνδιόλλῡμι

συνδιοράω

συνδιορθόω

συνδείπνει

συνδείπνιον

σύνδειπνον

σύνδειπνος

συνδειπνοῦσιν

συνδιψάω

συντῠραννοκτονέω

συντύραννος

συντηρεῖ

συντηρεῖν

συντηρήσας

συντηρήσατε

συντηρήσει

συντηρήσεις

συντηρήσητε

συντηρήσω

συντήρησον

συντηρήσουσιν

συντηρῆσαι

συντηρεῖται

συντηρηθήσεται

συντηρῶν

συντῡρόω

συντηρουμένων

συντηροῦσιν

συντηρέω

σίντης

συνδισκεύω

συνδήσω

σύνδησον

συνδυστῠχέω

συντιτράω

συντιτρώσκω

συντίθημι

συντῠχικός

συντυχεῖν

συντῠχών

συνδιεκπίπτω

συνδιέξειμι

συνδιαιρέω

Σίντιες

συνδιαίτησις

συνδιαιτητής

Language: Greek

синди

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Σιντοί
Σιντοί οἱ синты (фракийское племя, в Македонии) Thuc., Arst.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Σίνδοι
Σίνδοι οἱ синды (племя на черноморском побережье Кавказа) Her.