Language: Greek

синдиакрино

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
συνδιακρίνω
συν-διακρίνω одновременно разделять, размежевывать (ἅπαντα ταῦτα Plat.; συμμισγόμενα καὶ συνδιακρινόμενα Arst. - v. l. διακρινόμενα).