Language: Greek

συγκαταριθμέω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
συγκατᾰριθμέω
συγκατᾰριθμέω тж. med. сопричислять (τι πρός τι Arst.; τινά τισι Plut.).

Lemma συγκαταριθμέω

Wordforms and parallel words:

συγκαταρίθμησον 1 присоедини (1) сопричтѝ (1)
συγκαταριθμηθῇ 2 присоединился (1) сопричте́тсѧ (2)

Concordance: