Language: Greek

сингатаклио

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
συγκατακλείω
συγ-κατακλείω, ион.
συγκατακληΐω запирать вместе (τινά τινι Luc.; συγκατακλεῖσθαι ἐν τῷ νηῷ Her.): σ. τινὰ ἀπορία Luc. повергать кого-л. в нищету.