Language: Greek

συνάγω

Lemma συνάγω

Wordforms and parallel words:

συναγαγὼν 3 собравший (2) собра́вый (2)
συνήχθημεν 1 собрались (1) собра́хомсѧ (1)
συνηγμένοι 1 со́браннїи (1)
συνάχθητε 1 собери́тесѧ (1)
συναχθῆναι 1 набрать (1) оставшихся (1) собра́ти (1)
συναγαγεῖν 1
συναγαγόντες 1
συναγόμενα 1
συναγόμενοι 1

Concordance: