Language: Greek

синголлао

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
συγκολλάω
συγ-κολλάω
1) склеивать (τι εἰς ταὐτό Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);
2) собирать, компилировать (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).