Language: Greek

συγκυρία

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
συγκῠρία
συγ-κῠρία ἡ случай, случайность: κατὰ συγκυρίαν NT случайно.

Lemma συγκυρία

Wordforms and parallel words:

συγκυρίαν 1 случаю (1) слꙋ́чаю (1)

Concordance: