καθ᾿

καθ'

καθ-

καθʹ

καθά

καθαγιάζω

κᾰθᾰγίζω

κᾰθᾰγισμός

κᾰθαγνίζω

κᾰθαυαίνω

κᾰθάλλομαι

κάθαμμα

κᾰθαμμίζω

κᾰθᾱμέριος

κᾰθάπαξ

κᾰθάπτω

κᾰθαπτός

καθάπερ

κᾰθᾰπερᾰνεί

κᾰθᾰπερεί

καθαρᾷ

καθαρὰν

καθαροὶ

καθαρίζω

καθαρίζεσθαι

καθαρίζετε

κᾰθάριον

κᾰθάρειος

καθαριότης

καθαριότητι

καθαρίσας

καθαρισμὸν

καθαρισμός

καθαρισμοῦ

καθαρίσωμεν

καθάρισον

καθαρισθήσομαι

κᾰθαρκτικός

κάθαρμα

κᾰθαρμόζω

κᾰθαρμός

κάθαρον

καθαρός

καθαρώτατον

καθαρότης

καθαρότητι

κᾰθαρπάζω

κάθαρσιν

καθάρσιον

καθάρσιος

κάθαρσις

κᾰθαρτική

καθαρτικὴν

κᾰθαρτικόν

καθαρτικός

κᾰθαρτήρ

κᾰθαρτής

καθαροῦ

κᾰθᾰρεύω

κάθῃ

κᾰθείατο

κᾰθυβρίζω

καθηγιασμένον

κᾰθηγητής

καθηγεῖται

κάθυγρος

κᾰθῠγραίνω

καθηγουμένου

καθηγεμών

καθηγεμόνα

καθηγεμόνες

καθηγέομαι

κᾰθηδῠπᾰθέω

καθιδρύω

καθιδρύσας

κᾰθίδρῡσις

κάθῠδρος

κᾰθιζάνω

καθίζω

καθίζουσιν

κᾰθίημι

κᾰθεῖκα

κᾰθικνέομαι

καθήκω

καθῆκόν

καθήκοντας

καθηκόντων

καθηκόντως

κᾰθιξῶ

καθηκούσας

καθηκούσῃ

καθῆκε

κᾰθῐκετεύω

κᾰθῠλακτέω

κᾰθηλιάζω

καθείλκῠκα

καθεῖλον

κᾰθηλόω

κἄθηλος

καθεῖλες

κᾰθῑμάω

καθείμαρμαι

καθοίμην

κᾰθίμησις

κᾰθυμνέω

κάθημαι

καθήμενον

κᾰθειμένος

κᾰθημέραν

κᾰθημερεία

κᾰθημερινός

κᾰθημέριος

κᾰθεῖναι

κᾰθῠπάρχω

κᾰθῠπισχνέομαι

καθυπνόω

κάθυπνος

κᾰθύπνωσις

καθυπνοῦν

κᾰθῠποκρίνομαι

κᾰθῠποπτεύω

κᾰθιππάζομαι

κᾰθιπποτροφέω

κᾰθιππεύω

κᾰθῠπερᾰκοντίζω

κᾰθῠπερηφᾰνέω

κᾰθῠπέρτᾰτος

καθυπερτέρω

κᾰθῠπέρτερον

κᾰθῠπέρτερος

κᾰθύπερθε(ν)

κᾰθῠπερέχω

καθυπερέχων

κᾰθείργνῡμι

Κᾰφηρίδες

Κᾰφήρειος

κάθειρξις

κάθηρον

κᾰθῆραι

Κᾰφηρεύς

Κᾱφῑσ-

κᾰθεῖσα

κᾰθεῖσαν

κάθῐσις

κᾰθησῠχάζω

κάθισμα

καθισμάτων

κάθησο

καθίστανται

καθιστάνειν

καθιστάνω

καθιστάω

καθειστήκεισαν

καθίστημι

καθῆστο

καθιστῶν

κᾰθυστερέω

κᾰθῠφίημι

καθιέναι

κᾰθιερόω

καθιέρωσις

κᾰθιερουργέω

κᾰθιερεύω

κᾰθιέρευσις

Καύκασα

Καυκάσιος

Καύκᾰσις

Καύκᾰσος

καυκίον

Καύκωνες

καθό

κᾰθοδηγέω

κάθοδος

καθολικῇ

Καθολικὴν

Καθολικῆς

καθολικός

καθόλου

κᾰθομᾰλίζω

κᾰθομῑλέω

καθομολογέω

καθοπλίζω

καθοπλίσας

κᾰθόπλῐσις

κᾰθοπλισμός

καθώπλισε

καθοράω

καθορμάω

κᾰθορμίζω

καθορῶντα

καθορῶντες

καθώς

κᾰθοσιόω

καθόσον

καθότι

καυσία

καύσῐμος

καῦσις

καύσω

καύσομαι

καύσων

καύσωνα

καυσόομαι

καῦσος

καυστικός

καύστειρα

καυστός

Καΰστριος

καυτήρ

καυτηριάζω

καυτήριον

καύτης

καυτός

κάθου

καυθήσομαι

καύχα

καυχάομαι

καυχᾶσθε

καύχημα

καυχήμων

καύχησις

καυχήσονται

καθεύδω

κᾰθευρίσκω

κᾰθευρεσιλογέω

καθεδήσομαι

καθέδρα

καθεδοῦμαι

κᾰθέζομαι

καθέζομαι

καθεζόμενον

κᾰθέηκα

κᾰθεύοω

καθέκαστ-

καθεξῆς

κᾰθέξω

κᾰθεκτικός

καθεκτός

καθεκτέον

καθέλῃ

κᾰθελεῖν

καθέλῃς

κᾰθελκύω

κᾰθέλκω

κᾰθελκόομαι

κᾰθαιμακτός

κᾰθαιμάσσω

κᾰθαιμᾰτόω

κάθαιμος

κάθεμεν

κᾰθεώρων

κᾰθεψιάομαι

καθέψησις

κᾰθέψω

καθεψέω

καθαιρεῖ

κάθερμα

καθαίρω

καθαῖρον

κᾰθέρπω

καθαιρέω

κᾰθαίρεσις

κᾰθαιρέτης

καθαίρεται

κάθες

κάθεσις

κᾰθεσσάμην

καθεστάκαμεν

καθεσταμένους

καθεστάναι

κᾰθέστηκα

καθεστήκεισαν

κᾰθεστηκώς

κᾰθεστηκότως

κᾰθεστήξω

καθέστηκε

καθέστηκεν

κᾰθεστώς

καθεστῶτα

καθεστῶτι

καθεστῶτες

κάθετον

κάθετος

Language: Greek

καθ᾿

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καθ᾽
καθ᾽ = κατά перед придыхательной гласной в начале следующего слова: καθ᾽ ἡδονήν Aesch. = κατὰ ἡδονήν.

Wordform καθ᾿

Lemmas:

κατά 3

Parallel words:

на (1)

In subcorpus: Show more ▼

Богослужебные тексты 3 из 29981 ipm=100 freq stat

Concordance:

Wordform καθ

Lemmas:

κατά 6
лемма не указана 16

Parallel words:

в (2) на (1)
во (1) по (3) на (1) въ (1)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 16 из 12932 ipm=1237 freq stat
Богослужебные тексты 6 из 29981 ipm=200 freq stat

Concordance:

Wordform καθ'

Lemmas:

κατά 2
лемма не указана 4

Parallel words:

на (1)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 4 из 12932 ipm=309 freq stat
Богослужебные тексты 2 из 29981 ipm=67 freq stat

Concordance: