I κάθετος 2 и 3 (ᾰ) [
adj. verb. к καθίημι] отвесный, перпендикулярный (πρὸς τὴν γῆν
Arst.): τριχίνη καθέτη
Anth. = ἡ ὁρμιά.
II κάθετος ἡ (
sc. γραμμή) отвес, перпендикуляр (ἐν ἅπαντι ἰσοπλεύρῳ ἡ κ. ἐπὶ μέσον πίπτει
Arst.; πρὸς τὴν κάθετον μετρεῖσθαι
Plut.): κατὰ
и πρὸς κάθετον
Plut.,
Sext. по перпендикуляру, вертикально, отвесно.