μή

μία

μειᾰγωγέω

μυάγρα

μίαν

μιάνθην

μιανθέντες

μῡάω

μιᾰρία

μιᾰρόγλωσσος

μιαρὸν

μιαρός

μιᾶς

μίασμα

μιασμός

μιάστωρ

μειγ-

μίγα

μῐγάζομαι

μῡγᾰλέη

μῐγάς

μίγδᾰ

μίγδην

Μύγδων

Μυγδονία

Μυγδονικός

μιγείς

μῖγμα

μιγμός

μίγνῡμι

μιγνύω

μιγέν

μηδ

μῡδᾰλόεις

μῡδᾰλέος

μηδᾰμά

μηδᾰμῆ

μηδᾰμός

μηδᾰμόσε

μηδᾰμόθῐ

μηδαμόθεν

μηδᾰμοῦ

μῠδάω

Μίδας

Μήδεια

μειδίᾱμα

μειδιάω

Μειδίᾱς

μηδίζω

Μηδῐκά

Μηδική

Μηδῐκός

μείδημα

Μείδιος

μηδείς

μύδησις

μηδισμός

μήδομαι

μηδοπότερος

μῆδος

μηδοσύνη

Μηδοφόνος

μυδροκτύπος

μυδροκτῠπέω

μύδρος

Μίδου κρήνη

μηδέ

Μῐδέα

Μῐδεᾶτις

Μῐδέαθεν

μηδεμία

μηδεμίαν

μηδὲν

μηδένα

μηδενὸς

μηδέπω

μηδεπώποτε

μηδέποτε

μηδέτερος

μηδετέρωσε

μύζω

μεῖζον

μείζονα

μειζόνων

μείζονος

μείζοσι

μειζότερος

μίη

μυῖα

Μηΐων

Μηΐονες

μυιοσόβη

μυιοσόβος

μείης

μύησις

Μῠκάλη

Μῠκᾰλησσός

Μύκαλλα

μηκάομαι

μηκάς

μηκασμός

μῡκᾱτάς

Μύκοι

Μηκύβερνα

Μηκυβερναῖος

μύκημα

Μῠκήνᾱ

Μῠκήνη

Μῠκηνίς

Μῦκήνηθεν

μηκύνω

μηκύνοντες

Μῠκῆναι

Μῠκηναῖος

μύκης

μήκιστα

Μηκιστηϊάδης

μήκιστον

μήκιστος

Μηκιστεύς

μῡκητίας

μῡκητικός

μῠκήτῐνος

μῦκητής

μῡκηθμός

μικκο-

μήκων

μηκώνειον

Μυκόνιος

Μύκονος

μῆκος

μήκοτε

μηκόθεν

μικρὰ

μῑκραῦλαξ

μῑκρᾰδῐκητής

μικρὰν

μίκρασπις

μῑκρῷ

μῑκρογλάφῠρος

μῑκροδοσία

μῑκροκοίλιος

μῑκροκίνδῡνος

μῑκροκέφᾰλος

μῑκρόλῡπος

μῑκροληψία

μῑκρολογία

μῑκρολόγος

μῑκρολογέομαι

μῑκρόμμᾰτος

μῑκρομελής

μῑκρομέρεια

μῑκρομερής

Μικρὸν

μῑκροπολῑτικόν

μῑκροπολίτης

μῑκροπόνηρος

μῑκροπρόσωπος

μῑκροπρέπεια

μῑκροπρεπής

μικροψῡχία

μῑκρόψῡχος

μῑκροψῡχέω

μῑκρορροπύγιος

μικρός

μῑκροσκελής

μῑκρόσοφος

μῑκρόστομος

μῑκρότης

μῑκρότρῐχος

μῑκροφᾰνής

μῑκροθῡμία

μῑκροφωνία

μῑκρόφωνος

μῑκροφροσύνη

Μικροῦ

μῑκρέμπορος

μῑκραίτιος

μιξ(ο)-

μειξ-

μύξᾰ

μιξαρχᾱγέτᾱς

μῖξις

μίξω

μιξοβάρβᾰρος

μιξοβόᾱς

μυξώδης

μιξολῡδιστί

μιξόλευκος

μιξόμβροτος

μίξομαι

μύξων

μιξοπάρθενος

μυξωτήρ

μιξόθηρ

μιξόθροος

μιξέλλην

μεικτ-

μυκτήρ

μυκτηρίζω

μυκτηρόκομπος

μυκτήρων

μυκτηρόθεν

μῖκτο

μικτός

μικτέον

μηκεδᾰνός

Μυκερῖνος

μηκέτι

μῠλακρίς

μῖλαξ

μείλᾱς

Μυλάσ(σ)α

Μυλασ(σ)εύς

Μίλᾱτος

μήλη

μείλια

μιλιάζω

Μηλιακὸς κόλπος

μῠλιάω

μῐλῐάριον

Μηλιας

μείλιγμα

Μηλιεῖς

μῠλικός

μειλικτήρια

μείλῐνος

μίλιον

μήλειος

Μήλης

Μῑλησίᾱ

Μῑλησιακός

Μῑλήσιος

μειλίσσω

μειλισσέμεν

Μυλητίδαι

μηλίτης

Μίλητος

Μύλιττα

μῠλήφᾰτος

μειλίχια

μειλῐχίη

μειλίχιος

μείλῐχος

μειλῐχόφωνος

Μιλύαι

Μηλιεύς

Μηλιέες

Μίλλᾱτος

μύλλω

μηλοβότᾱς

μηλοβοτήρ

μηλοβότης

μηλόβοτος

μηλοδόκος

μῠλοειδής

μηλολόνθη

μήλων

μηλονόμᾱς

μηλονόμος

μηλονομεύς

μήλωψ

Μῆλος

μηλόσκοπος

μηλόσπορος

μηλοσσόος

μηλοσφᾰγέω

μηλωτή

μηλοτρόφος

μηλοθύτης

μηλόθυτος

μηλοφόνος

μηλοφόροι

μηλοφόρος

μηλοφορέω

μῠλωθρικός

μῠλωθρός

Μιλτιάδης

μιλτηλῐφής

μίλτῐνον

μίλτῐνος

μιλτεῖον

μίλτειος

μιλτώδης

μιλτόω

μιλτοπάρῃος

μιλτόπρεπτος

μίλτος

μιλτοφῠρής

μηλοῦχος

Μυλαί

μηλέα

μῠλαῖος

μῠλεργάτης

μῐμαλλών

μίμαρκις

μῑμάς

μοιμυάω

μῑμηλά

μῑμηλός

μίμημα

μίμησιν

μίμησις

μῑμητάς

μῑμητική

μῑμητικός

μῑμητής

μῑμητός

μιμνάζω

μιμνήσκω

μιμνῄσκεσθε

μίμνω

μιμνόντεσσι

Μίμνερμος

μῑμογράφος

μῑμῳδός

μῑμολόγος

μῖμος

μιμούμενοι

μιμούμενος

μιμέομαι

μὴν

μήνα

μῆνας

Μύνδιος

Μύνδος

μήνη

Μῐνυᾱμάχος

Μῐνύᾱς

μῆνιγξ

Μῐνύειος

Μῐνύης

μήνῑμα

μίνυνθᾰ

μῐνυνθάδιος

μηνίω

μῐνῠώριος

μῐνύωρος

Μήνιος

μῐνῠρίζω

μῐνύρισμα

μῐνύρομαι

μῐνῠρός

μῆνις

μήνῡσις

μηνίσκος

μηνῡτικός

μηνῡτήρ

μηνῡτής

μηνύτωρ

μήνῡτρον

μηνιθμός

μῐνύθω

μῐνύθεσκον

Μῐνύαι

μηνιαῖα

μηνιαῖος

Μῑνώᾱ

μηνοειδής

μηνοειδές

Μῑνώϊος

Μίνως

Μῑνώταυρος

μίνθη

μινθόω

μίνθος

μεῖναι

μύω

μῡώδης

μυοκτόνος

μείωμα

μυομᾰχία

μυῶν

Μυονία

Μῃονίη

Μῃονίς

Μυόννησος

μειόνως

Μυονεύς

μειονεξία

μειονεκτέω

Μῄονες

μειόω

μυωπάζω

μυοπάρων

μυωπία

μυωπίζω

μυωπός

μύωψ

μείωσις

μειωτικῶς

μειότερος

μυοθήρᾱς

μυόφορβος

μυόχοδος

μήπω

μηπώποτε

μήπως

μήποτε

μῆρα

μειρᾰκύλλιον

μειρᾰκιώδης

μειρακιωδῶς

μειράκιον

μειρᾰκιόομαι

μειρᾰκίσκη

μειρᾰκίσκος

μειρᾰκιεύομαι

μειρακιεξαπάτης

μεῖραξ

μῠρᾰλοιφία

μοιράω

μοίρη

μηρίᾶ

μυριάδας

μυριάδων

μυριάδες

μῡριάκις

μῡριάμφορος

Μῡριανδρικός

μῡρίανδρος

μῡριάρχης

μῡρίαρχος

μυριάς

μήρυγμα

μοιρηγενής

μῠρίδιον

μοιρίδιος

μηρίζω

μύριοι

μηρῡκάζω

μηρῡκάομαι

μῠρίκη

μῠρίκῐνος

μῠρῑκίνεος

μηρυκισμὸν

μηρυκισμός

μήρυξ

μήρῡμα

Μύρῑνα

Μῠρίνη

μύρινος

μήρινθος

Μῠρῑναῖος

μῡρίῳ

μῡριόβοιος

μῡριόδους

μῡριόκαρπος

μῡριόκρᾱνος

μῡριόλεκτος

μῡριόμορφος

μυριόμοχθος

μηρύομαι

μηρίον

μῡριόναυς

μῡριόνταρχος

μῡριώνῠμος

μηριόνης

μῡριόνεκρος

μῡριοπλάσιος

μῡριοπληθής

μῡριόπλεθρος

μῡριωπός

μοίριος

μῡριοστημόριον

μῡριοστύς

μῡριοστός

μῠριοτευχής

μῡριοφόρος

μῡριόφορτος

μῡρίπνοος

μῠρηρός

Μύροις

μηριαῖα

μῡριετής

Μυρκίνιος

Μύρκινος

μύρμαξ

Μυρμῐδόνες

μυρμηκία

μυρμηκώδης

μύρμηξ

Μύρῳ

μῠροβάλᾰνος

Μυροβλήτης

Μυροβλύτου

μῠροβόστρῠχος

μῠρόεις

μοιρόκραντος

μύρωμα

μείρομαι

μύρον

Μῠρωνίδης

μυρόω

μῠροποιός

μῠρόπνοος

μῠροπωλεῖον

μῠροπώλης

μῠροπωλέω

μῠρόρραντος

μηρός

μηροτῠπής

μηροτρᾰφής

μῠροφεγγής

μῠρόχριστος

μῠρόχροος

Μύρρα

μυρρίνη

Μυρρῐνίδιον

μύρρῐνον

Μυρρῐνοῦς

Μυρρῐνούσιος

Μυρσίλος

μυρσίνα

μυρσίνη

μυρσίνης

μυρσῐνοειδής

Μύρσινος

Μυρτίλος

Μυρτηνόν

μυρτίς

Μυρτίσκη

μύρτον

Μυρτῷος

μύρτος

μύρου

μύραινα

μῠρεψία

μῠρεψική

μῠρεψικός

μῠρεψός

μῠρεψέω

μείς

μοισ-

μῑσᾰγᾰθία

μύσαγμα

μῑσᾰδελφία

μῑσάδελφον

μῑσάδελφος

μῑσᾰλάζων

μῑσαλέξανδρος

μῑσάμπελος

μῑσανθρωπία

μῑσάνθρωπος

μῑσανθρωπέω

μῑσαργῠρία

μῠσᾰρός

μῠσάττομαι

μῑσᾰθήναιος

μῠσαχθής

μισγάγκεια

μίσγω

μίσγεσκον

μίσυ

Μῡσίᾱ

μῡσίδδω

Μῡσίη

μῡσίξαι

μίσημα

Μύσιος

μῑσητία

μῑσητός

μίσηθρον

μῑσο-

μῑσοβάρβᾰρον

μῑσοβάρβᾰρος

μῑσοβᾰσῐλεύς

μῑσογύνης

μῑσογόης

μῑσοδημία

μῑσόδημος

μῠσώδης

μῑσόξενος

μῑσοκαῖσαρ

μῑσολάκων

μῑσολάμᾰχος

μῑσολογία

μῑσόλογος

μήσομαι

Μύσων

μῑσοπάρθενος

μῑσόπολις

μῑσοπονία

μισοπονηρία

μισοπονηρίαν

μισοπόνηρος

μῑσοπονηρέω

μῑσοπονέω

μῑσοπόρπαξ

μῑσοψευδής

μῑσόπτωχος

μῑσοπέρσης

μῑσόπαις

μῑσορώμαιος

μῖσος

μῑσοσύλλας

μῑσόσοφος

μῑσοτύραννος

μῑσότῡφος

μῑσοτεκνία

μῑσότεκνος

μῑσοφίλιππος

μῑσόφῐλος

μῑσόθηρον

μῑσόθεος

μῑσόχρηστος

μυσπολέω

μυσταγωγία

Μυσταγωγίαν

μυστᾰγωγός

μυσταγωγέω

μύσταξ

μυστικά

μυστικοῖς

μυστικός

μυστικοῦ

μυστιλ-

μιστῡλάομαι

μιστύλη

μιστύλλω

μυστιπόλος

μυστήρια

μυστηρικός

μυστηριώδης

μυστήριον

μυστηριῶτις

μυστηρίς

μυστηρίου

μύστης

μυστκιῶς

μυστοδόκος

μήστωρ

μύστρον

μισούντων

μισθαποδοσία

μισθαποδότης

μισθάριον

μισθαρνία

μισθαρνικός

μισθάρνης

μισθαρνητική

μισθαρνητικός

μισθαρνέω

μισθαρνευτικός

μισθαρχίδης

μίσθιος

μισθοδοσία

μισθοδότης

μισθοδοτέω

μίσθωμα

μισθὸν

μισθόω

μισθός

μισθώσῐμος

μίσθωσις

μισθωτική

μισθωτικός

μισθωτής

μισθωτός

μισθοφορά

μισθοφορία

μισθοφορικόν

μισθοφορικός

μισθοφορίαις

μισθοφόρος

μισθοφορέω

μῑσέλλην

μισέω

μήτῐ

μητιάω

μητίζομαι

Μῐτῠλάνᾱ

Μῐτῠλήνη

Μῐτῠληναῖος

μῐτύλος

μητιόεις

μητίομαι

μητιόων

μήτηρ

μήτῐς

μητίετᾱ

μῐτώδης

μῐτόομαι

μῐτορρᾰφής

μίτος

μῐτόεργος

μήτρα

μητρᾰγύρτης

μητρᾰλοίᾱς

μήτραν

μητράσιν

μητρί

μητριάς

μητρίδιος

μητρυιά

μητρυιώδης

μητρικός

μητρίς

μιτρηφόρος

μητρῷα

μητροδίδακτος

Μητρόδωρος

μιτρόδετος

μητρώϊος

μητροήθης

μητροκτονία

μητροκτόνος

μητροκτονέω

μητρομιξία

μητρομήτωρ

μητρῷον

μητρῷος

μητροπάτωρ

μητρόπολις

μητροπόλος

Μητρός

μητροφόντης

μητροφόνος

μιτροφόρος

μιτροφορέω

μητροφθόρος

μητρόθε(ν)

Μιτραῖοι

μυττωτός

μυττωτεύω

μήτε

μητέρα

μείουρος

Μυοῦς

μηθ

μῡθάριον

μῡθιάζομαι

μῡθίαμβος

μηθίδη

μῡθίδιον

μῡθίζω

μῡθιήτης

μῡθικός

Μήθυμνα

Μηθυμναῖος

μηθεὶς

μῡθίσδω

μῡθήσεαι

μῡθητάς

μῡθογράφος

μυθώδης

μυθωδῶς

μῡθῶδες

μῡθολογία

μῡθολογικός

μῡθολόγημα

μυθολόγων

μῡθολόγος

μῡθολογεύω

μῡθολογέω

Μηθώνη

μῡθοποιΐα

μῡθοποίημα

μυθοποιήσαντες

μῡθοποίησις

μῡθοποιός

μῡθοποιέω

μῡθοπλαστέω

μῡθοπλόκος

μῦθος

Μιθραδάτης

Μίθρας

Μιθριδατικά

Μιθριδατης

μύθευμα

μῡθεύω

μηθὲν

μηθένα

μηθενὶ

μῡθέω

μῡθέομαι

μῡθέσκοντο

μηθέτερος

μῡθεῦσαι

μῡθέαι

μοιχάγρια

Μιχαήλ

μοιχᾰλίς

μηχᾰνάω

μηχᾰνή

μηχᾰνοίατο

μηχᾰνική

μηχᾰνικός

μηχάνημα

μηχᾰνιώτης

μηχάνησις

μηχᾰνητκός

μηχᾰνοδίφης

μηχᾰνόεις

μηχᾰνόων

μηχᾰνοποιός

μηχᾰνορράφος

μηχᾰνορρᾰφέω

μηχᾰνοφόρος

μηχᾰνόεν

μηχανουργία

μηχανουργίας

μηχᾰνεύομαι

μοιχάω

μῆχαρ

μύχᾰτος

μοιχεία

μοιχίδιος

μοιχικός

μοίχιος

μῠχοίτατος

μυχμός

μῠχόνδε

μῆχος

μοιχότροπος

μῠχόθεν

μειχθ-

μυχθίζω

μιχθήμεναι

μιχθείς

μυχθισμός

μιχθήσομαι

μοιχεύω

μῑχέω

μῠχαίτατος

μοιχεύτρια

Μίεζα

Μυεκφορίτης νομός

μῡέλῐνος

μυελώδης

μῡελόεις

μυελός

μιαίνω

μυέω

μυαῖον

μύες

μιαιφονία

μιαιφόνος

μιαιφονέω

Language: Greek

μή

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μῦ
I μῦ τό indecl. мю (название буквы μ).


II
μῦ и
μύ interj., выраж. скорбь, рыдание, стон Arph.: μῦ λαλεῖν Sext. бормотать.


III
μῦ voc. к μῦς.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μοί
μοί энкл. dat. к ἐγώ.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μή
μή частица со смыслом колебания, запрещения, отклонения или предотвращения (в отличие от прямого отрицания οὐ)
1) в независимых предложениях (с imper. praes., aor., pf. или в выражениях с inf., conjct., opt. заменяющих imper.);
1.1) не, пусть не, чтобы не: μή μ᾽ ἐρέθιζε Hom. не раздражай меня; (с conjct.) μὴ ἐάσῃς Hom. не допусти; μή σε κιχείω Hom. чтобы я тебя (больше) не встречал; μὴ ἴομεν (тж. аттический диалект ">атт. ἴωμεν) Hom. не надо нам идти; (с inf.) οἷς μὴ πελάζειν Aesch. не приближайся к ним; (редко с fut. ind.) μή μοι νεμεσήσετε Hom. не гневайтесь на меня; μὴ δώσετε Lys. не позволяйте; (с opt. praes. и aor.) ἃ μὴ κραίνοι τύχη Aesch. чего да не допустит судьба; μὴ ὅγ᾽ ἔλθοι ἀνήρ Hom. да не появится такой человек; (иногда с опущением глагола) ἀλλὰ μὴ οὕτως Plat. но не в этом дело; μὴ σύ γε Soph. не делай этого;
1.2) (при связи с прошедшим - ind.) о, если бы не: εἴθε σε μή ποτε εἰδόμαν! Soph. о, если бы я никогда не видел тебя!; μή ποτ᾽ ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον! Soph. о, если бы я никогда не покидал Скир!; ὡς μή ποτε ὤφελεν! Xen. ах, если бы этого не случилось!;
1.3) (в клятвах) μὰ γῆν, μὴ ᾽γὼ νόημα κομψότερον ἤκουσά πω Arph. клянусь землей, я никогда не слышал ничего более остроумного;
2) в зависимых предложениях:
2.1) (с целевыми союзами ἵνα, ὅπως, ὡς, ὄφρα - иногда тж. с ἄν) чтобы не: ὡς μή σ᾽ ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ Aesch. чтобы отец не видел тебя медлящим; ὅπως μὴ δῷ δίκην Plat. чтобы он не понес наказания; (иногда самостоятельно) μή σε νοήσῃ Ἣρη Hom. чтобы тебя не увидела Гера;
2.2) (в протасисе условных предложений с εἰ - эп. αἰ, εἴ κε - эп. αἴ κε, εἰ ἄν, ἤν, ἐάκ и т. п.) если не: οὐ γὰρ ἦν κρήνη ὅτι μὴ μία Thuc. не было источников, если не (считать) одного; ἐὰν μή τις τύχῃ ἰατρικὸς ὤν Plat. если кто-нибудь (из них) не окажется врачом;
2.3) (в относительных предложениях с условным или обобщительным смыслом): ὃς δὲ μὴ εἶδέ κω τὴν καννάβιδα Her. если (всякий), кто никогда не видел ткани из конопли; ἔνεστι γάρ μοι μὴ λέγειν, ἃ μὴ τελῶ Aesch. мне свойственно не говорить того, чего я не исполняю; λέγειν, ἃ μὴ δεῖ Soph. говорить то, чего не следует; ἃ μὴ σαφῶς εἰδείη Xen. то, чего в точности не знаешь;
2.4) (при глаголах боязни, опасения - с conjct. или ind.): δέδοικα, μή σε παρείπῃ Hom. боюсь, как бы тебя не уговорила (Фетида); φοβηθείς, μὴ λοιδορία γένηται πάλιν Plat. опасаясь, как бы опять не возникла ссора; φοβοῦμεθα, μὴ ἀμφοτέρων ἅμα ἡμαρτήκαμεν Thuc. боимся, не ошиблись ли мы и в том, и в другом;
2.5) (при глаголах препятствия, сомнения, отрицания - с inf.): τῆς θαλάσσης εἶργον μὴ χρῆσθαι τοὺς Μυτιληναίους Thuc. (афиняне) заперли море, чтобы митиленцы не могли пользоваться (им); τοῖς ναυκλήροις ἀπεῖπε μὴ διάγειν Xen. (Аристарх) запретил судовладельцам перевозить (греков); ἠρνοῦντο, μὴ αὐτόχειρες γενέσθαι Xen. они утверждали, что не являются виновниками; ἢ ἐξομῇ τὸ μὴ εἰδέναι; Soph. или ты станешь клясться, что (ничего) не знаешь?; πᾶς ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μὴ καταδῦναι Xen. каждый бурдюк не даст утонуть двоим (т. е. выдержит двоих); ἀληθεῦσαι τὰ ὄντα τε ὡς ὄντα καὶ τὰ μὴ ὄντα ὡς οὐκ ὄντα Xen. (μή - отрицание относительное, с оттенком субъективности, οὐ - абсолютное и объективное) утверждать то, что есть, и отрицать то, чего нет; (с опущением глагола опасения) μὴ ἀγροικότερον ᾗ τὸ ἀληθὲς εἰπεῖν Plat. не было бы грубовато сказать правду;
2.6) (при причастиях с оттенком условности) μὴ μάτην φλύσαι θέλων Aesch. не желающий зря хвастаться; μὴ παρὼν θαυμάζεται Soph. странно, что его здесь нет; (при причастиях со значением прилагательных, при прилагательных и при отвлеченных существительных) ὁ μὴ λεύσσων Soph. умерший; τὸ μὴ ὄν Plat. филос. не сущее, не имеющее бытия; τὰ μὴ δίκαια Aesch. несправедливость; μὴ κακὸς εἶναι φιλεῖ Aesch. он не бывает трусом;
2.7) (в вопросах) неужели, разве (лат. num): μή σοι δοκοῦμεν λειφθῆναι; Aesch. разве тебе кажется, что мы оказались слабее?; ἄρα μή τι μεῖζον ἕξεις λαβεῖν τεκμήριον; Plat. разве ты сможешь найти более яркое свидетельство?; μὴ οὕτω φῶμεν; Plat. не сказать ли нам так?; ἀλλὰ μὴ τοῦτο οὐ καλῶς ὡμολογήσαμεν; Plat. только правильно ли мы согласились относительно этого?; οὐχὶ (= лат. nonne) συγκλῄσεις στόμα καὶ μὴ μεθήσεις αἰσχίστους λόγους; Eur. неужели ты не закроешь (свой) рот и неужели ты будешь держать эти позорные речи?;
3) с другими частицами (часто пишутся слитно): μὴ ἀλλά да нет, напротив или как же; μὴ δή и μὴ δῆτα никоим образом, решительно не: μὴ δῆτα ἴδοιμι ταύτην ἡμέραν! Soph. о, если бы я никогда не увидел этого дня!; μὴ ὅπως и μὴ ὅτι не то (или не так) чтобы, не только: μὴ ὅτι ἰδιώτης τις, ἀλλὰ ὁ μέγας βασιλευς Plat. не только простой человек, но и (сам) великий царь; μὴ οὐ пожалуй что не или что(бы) не: οὐ τοῦτο δέδοικα, μὴ οὐκ ἔχω Xen. я боюсь не того, что у меня (ничего) нет; ὅρα, μὴ οὐχ οὕτως ταῦτ᾽ ἔχει Plat. смотри, как бы это не оказалось не так; μὴ καθαρῷ καθαροῦ ἐφάπτεσθαι μὴ οὐ θεμιτὸν ᾖ Plat. постигнуть чистое нечистому, пожалуй, едва ли дано; μή ποτε чтобы никогда: ὅπως μή ποτε ἔτι ἔσται ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ Xen. (Кир размышляет), как сделать, чтобы ему никогда больше не зависеть от брата; μή που не … ли как-нибудь: περισκοπῶ, μὴ πού τις ἡμῖν ἐγγὺς ἐγχρίμπτῃ Soph. я озираюсь, не приближается ли к нам как-нибудь кто-л.; μή πω еще не или пусть никогда: μή πω μ᾽ ἐρώτα Soph. не спрашивай меня больше; μή πω πρὶν μάθοιμι Soph. не раньше, чем я узнаю; μή πω νοῦ τοσόνδ᾽ εἴην κενή Soph. да не буду я никогда столь безрассудна; μὴ πώποτε что никогда еще: ἐπιστάμεσθα δὲ μὴ πώποτ᾽ αὐτὸν φεῦδος λακεῖν Soph. а мы знаем, что он никогда еще не предсказывал ложно; μή πως чтобы как-нибудь не или не … ли как-нибудь: μή πως ἀλέηται Hom. чтобы он как-нибудь не ускользнул; μή τι никоим образом, никак, в вопросах разве как-нибудь: μή τι σὺ ταῦτα διείρεο Hom. об этом ты уж никак не расспрашивай; μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν; Aesch. да разве я, по-твоему, в какой-то степени боюсь?; μή τί γε (δή) тем более не, тем менее Dem., Plut.; μή τοι (γε) все же не, никак не.

Lemma μή

Wordforms and parallel words:

μὴ 116 не (40) нет (1) ни (2) не (57) є҆да̀ (7) нижѐ (1) ни (2)
μή 8 не (5) не (4) є҆да̀ (1) нѝ (1)

Concordance:

Wordform μὴ

Lemmas:

μή 124
лемма не указана 4

Parallel words:

не (45) нет (1) ни (2)
не (61) є҆да̀ (8) нижѐ (1) ни (3)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 34 из 12932 ipm=2629 freq stat
не указано 6 из 43265 ipm=139 freq stat
Богослужебные тексты 94 из 29981 ipm=3135 freq stat

Concordance:

Wordform μοι

Lemmas:

ἐγώ 35

Parallel words:

мне (9) моим (1) моими (1) меня (2)
мѝ (8) мнѣ̀ (12) мѧ̀ (3)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 4 из 12932 ipm=309 freq stat
Богослужебные тексты 31 из 29981 ipm=1034 freq stat

Concordance: