DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > микро
 

μῑκρῷ

μῑκρογλάφῠρος

μῑκροδοσία

μῑκροκοίλιος

μῑκροκίνδῡνος

μῑκροκέφᾰλος

μῑκρόλῡπος

μῑκροληψία

μῑκρολογία

μῑκρολόγος

μῑκρολογέομαι

μῑκρόμμᾰτος

μῑκρομελής

μῑκρομέρεια

μῑκρομερής

Μικρὸν

μῑκροπολῑτικόν

μῑκροπολίτης

μῑκροπόνηρος

μῑκροπρόσωπος

μῑκροπρέπεια

μῑκροπρεπής

μικροψῡχία

μῑκρόψῡχος

μῑκροψῡχέω

μῑκρορροπύγιος

μικρός

μῑκροσκελής

μῑκρόσοφος

μῑκρόστομος

μῑκρότης

μῑκρότρῐχος

μῑκροφᾰνής

μῑκροθῡμία

μῑκροφωνία

μῑκρόφωνος

μῑκροφροσύνη

Language: Greek

микро

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μῑκρῷ
μῑκρῷ и σμικρῷ adv. ненамного, немного: σμικρῷ πρόσθεν Plat. немного раньше, совсем недавно; οὐ σμικρῷ χείρων Plat. значительно худший.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak