Language: Greek

μυριάς

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μῡριάς
I μῡριάς, άδος (ᾰδ) ἡ
1) мириада, десять тысяч (μ. ἀνθρώπων Her.): σίτου δυοκαίδεκα μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. сто двадцать тысяч медимнов хлеба;
2) (несметное) множество (μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.).


II
μῡριάς, άδος adj. f бесчисленная, несметная (φύστις Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.).

Lemma μυριάς

Wordforms and parallel words:

μυριάδες 2
μυριάδας 4
μυριάδων 1

Concordance: