DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > мирио
 

μῡρίῳ

μῡριόβοιος

μῡριόδους

μῡριόκαρπος

μῡριόκρᾱνος

μῡριόλεκτος

μῡριόμορφος

μυριόμοχθος

μηρύομαι

μηρυομένη

μηρίων

μῡριόναυς

μῡριόνταρχος

μῡριώνῠμος

μηριόνης

μῡριόνεκρος

μυριοπλάσιον

μυριοπλασίως

μῡριοπληθής

μῡριόπλεθρος

μῡριωπός

μοίριος

μῡριοστημόριον

μῡριοστύς

μῡριοστός

μυριότητι

μῠριοτευχής

μῡριοφόρος

μῡριόφορτος

Language: Greek

мирио

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μῡρίῳ
μῡρίῳ adv.
1) во много раз, гораздо (σοφώτεροι Eur.; βέλτιον Plat.);
2) бесконечно, чрезвычайно (διαφέρειν Plat.).
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak