ἔπω

ἐπῳάζω

ἐπῴᾰσις

ἐπῳασμός

ἐπωαστικός

ἐπωβελία

ἐπόγδοος

ἐπόγμιος

ἐπῳδά

ἐπῳδή

ἐπόδια

ἐποδιάζω

ἐπώδῠνος

ἐπόδιον

ἐποδύρομαι

ἐπῳδός

ἐπῴζω

ἐπουράνιος

ἐποΐζω

ἐποκλάζω

ἐποκριόεις

ἐποκέλλω

αἰπολικός

αἰπόλιον

ἐπολισθάνω

ἐπολολύζω

αἰπόλος

ἐπωλένιος

αἰπολέω

ἐπωμάδιος

ἐπομβρία

ἐπόμβριος

ἐπομβρήσας

ἔπομβρος

ἐπομβρέω

ἐπομβρέομαι

ἐπωμίζομαι

ἐπώμιος

ἐπωμίς

ἐπόμνῡμι

ἐπώμοτος

ἐπομφάλιος

ἕπομαι

ἑπομένην

ἑπομένως

ἐπών

Ἔπονα

ἐπονείδιστος

ἐπωνῠμία

ἐπωνύμιον

ἐπωνύμιος

ἐπώνῠμον

ἐπώνῠμος

ἐπονομάζω

ἐπωπάω

ἐποποῖ

ἐποπίζομαι

ἐποποιΐα

ἐποποιϊκός

ἐποποιός

ἔποψ

ἐποψάομαι

ἐποψίδιος

ἐπόψιμος

ἐπόψιος

ἔποψις

ἐπόψομαι

ἐποπτάω

ἐπόπτας

ἐποπτεία

ἐποπτικός

ἐπόπτην

ἐποπτήρ

ἐπόπτης

ἐπώπτων

ἐποπτεύω

ἐποράω

ἐποργιάζω

ἐπωρύω

ἐπορμ-

ἐπόρνῡμι

ἔπορον

ἐπόρωρα

ἐπῶρσα

ἔπορσον

ἐπῶρτο

ἐπορούω

ἐπορθιάζω

ἐπορθοβοάω

ἐπορθρισμός

ἐπορχέομαι

ἐπορέγω

ἐπορέγομαι

ἐπορέω

ἐπορεύθησαν

αἶπος

ἔπωσις

ἐπωτίδες

ἐποτοτύζω

ἐποτρύνω

ἐπωθίζω

ἐποφείλω

ἐποφθαλμέω

ἐπωφέλεια

ἐπωφέλημα

ἐπωφελέω

ἐπωθέω

ἐπώχατο

ἐποχή

ἐποχῠρόω

ἔποχον

ἔποχος

ἐποχούμενον

ἐποχθίδιος

ἐποχεύω

ἐποχέομαι

ἐποχετεύω

Language: Greek

эпо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἕπω
ἕπω (impf. εἷπον и ἕπον) (чему-л. предаваться, чем-л.) заниматься, хлопотать: ἕ. τεύχεα Hom. готовить оружие (в остальных случаях - только с префиксами: ἀμφέπω, διέπω, ἐφέπω etc. всегда in tmesi). - см. ἕπομαι.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἔπω
ἔπω (преимущ. в inf. εἰπεῖν, aor. 2 εἶπον и aor. 1 εἶπα; praes. и impf. act. и pass. обычно от φημί, λέγω, ἀγορεύω; fut. ἐρῶ, pf. εἴρηκα; pass.: fut. ῥηθήσομαι, aor. εἰρήθην, pf. εἴρημαι)
1) говорить; сказать: ἃ δ᾽ εἶπον εἰς ἅπαντας Eur. то, что сказал всем (в присутствии всех); ὡς (ἔπος) εἰπεῖν Aesch., Plat. etc. так сказать; ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν Arst. просто говоря (одним словом); οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν Her. коротко говоря; ἐς τὸ ἀκριβὲς εἰπεῖν Thuc. точно говоря; ὥσπερ или καθάπερ εἴποι τις Arph., Polyb. можно сказать, иными словами, если угодно; εἰπεῖν τινι и τινα Hom., εἴς τινα Eur. и πρός τινα Xen. говорить кому-л.; ἔ. δίκην Arst. защищать (судебное) дело; ἔ. ψήφισμα Dem. предлагать проект постановления;
2) рассказывать, повествовать (μῦθον Hom.): εἰπέ μοι πατρός τε καὶ υἱέος Hom. расскажи мне о (моих) отце и сыне;
3) называть: ὄνομα, ὅττι κεν εἴπω Hom. имя, которое я назову; εἰπέ μοι γαῖαν τεήν Hom. назови мне свою страну;
4) упоминать (Ἀγαμέμνονα Hom.): εὖ εἰπεῖν τινα Hom. хорошо отзываться о ком-л., хвалить кого-л.;
5) обещать, сулить: χρυσὸν εἶφ᾽ ὃς ἂν κτάνῃ Eur. (Эгист) обещал золото тому, кто убьет (сына Агамемнона);
6) произносить декламировать, читать (ἔπη Plat.);
7) петь, воспевать (τὰν Αἴαντος βίαν Anth.);
8) приказывать, предписывать: εἴπω γυναιξὶν δεῖπνον τετυκεῖν Hom. я велю служанкам приготовить завтрак - см. тж. εἶπον.