ἔπω

ἐπῳάζω

ἐπῴᾰσις

ἐπῳασμός

ἐπωαστικός

ἐπωβελία

ἐπόγδοος

ἐπόγμιος

ἐπῳδά

ἐπῳδή

ἐπόδια

ἐποδιάζω

ἐπώδῠνος

ἐπόδιον

ἐποδύρομαι

ἐπῳδός

ἐπῴζω

ἐποζέσει

ἐπώζεσεν

ἐπουράνιος

ἐποΐζω

ἐποκλάζω

ἐποκριόεις

ἐποξύνειν

ἐποκέλλω

ἐπώλει

αἰπολικός

αἰπόλιον

ἐπολυώρησας

ἐπολιόρκει

ἐπολιόρκησεν

ἐπολιόρκουν

ἐπολισθάνω

αἰπολίου

ἐπολολύζω

αἰπόλος

ἐπώλουν

ἐπολέμει

ἐπολέμεις

Ἐπολέμησα

ἐπολεμήσαμεν

ἐπολέμησαν

ἐπολέμησε

ἐπολέμησεν

ἐπολεμοτρόφει

ἐπολέμουν

ἐπωλένιος

αἰπολέω

ἐπωμάδιος

ἐπομβρία

ἐπόμβριος

ἐπομβρήσας

ἔπομβρος

ἐπομβρέω

ἐπομβρέομαι

ἐπωμίδα

ἐπωμίδας

ἐπωμίδων

ἐπωμίδος

ἐπωμίδες

ἐπωμίζομαι

ἐπώμιος

ἐπωμίς

ἐπόμνῡμι

ἐπώμοτος

ἐπομφάλιος

ἕπομαι

ἑπομένην

ἑπομένως

ἐπών

Ἔπονα

ἐπονείδιστοι

ἐπονείδιστος

ἐπονειδίστους

ἐπωνῠμία

ἐπωνύμιον

ἐπωνύμιος

ἐπωνύμοις

ἐπώνῠμον

ἐπώνῠμος

ἐπονηρεύοντο

ἐπονηρεύσαντο

ἐπονηρεύσασθε

ἐπονηρεύσατο

ἐπονηρεύσω

ἐπονομάζω

ἐπονομάζουσιν

ἐπωνόμασαν

ἐπονομάσας

ἐπονομάσω

ἐπωνομάσθη

ἐπονομάσαι

ἐπωνόμασεν

ἐπόνεσα

ἐπόνεσαν

ἐπονέσατε

ἐπόνεσεν

ἔποπα

ἐπωπάω

ἐποποῖ

ἐποπίζομαι

ἐποποιΐα

ἐποποιϊκός

ἐπώπιον

ἐποποιός

ἔποπος

ἔποψ

ἐποψάομαι

ἐπόψῃ

ἐποψίδιος

ἐπόψιμος

ἐπόψιος

ἔποψις

ἐπόψομαι

ἐπόψονται

ἐπόψεται

ἐποπτάω

ἐπόπτας

ἐποπτεία

ἐποπτικός

ἐπόπτην

ἐποπτήρ

ἐπόπτης

ἐπώπτων

ἐπόπτου

ἐποπτεύω

ἐποράω

ἐποργιάζω

ἐπώργισται

ἐποργισθήσεται

ἐπωρύω

ἐπωρύοντο

ἐπορμ-

ἐπόρνῡμι

ἐπόρνευον

ἐπόρνευσαν

ἐπόρνευσας

ἐπόρνευσεν

ἔπορον

ἐπόρωρα

ἐπῶρσα

ἔπορσον

ἐπῶρτο

ἐπορούω

ἐπορθιάζω

ἐπορθοβοάω

ἐπορθρισμός

ἐπορχέομαι

ἐπορέγω

ἐπορέγομαι

ἐπορευόμην

ἐπορευόμεθα

ἐπορεύοντο

ἐπορεύου

ἐπορεύεσθε

ἐπορεύετο

ἐπορέω

ἐπορεύθη

ἐπορεύθημεν

ἐπορεύθην

ἐπορεύθης

ἐπορεύθησαν

ἐπορεύθητε

αἶπος

ἔπωσις

ἐπόστρεψεν

ἐπωτίδες

ἐπότιζον

ἐπότιζεν

ἐποτίζετε

ἐπότισα

ἐπότισαν

ἐπότισας

ἐπότισεν

ἐποτοτύζω

ἐποτρύνω

ἐπωθίζω

ἐποφείλω

ἐποφθαλμέω

ἐπωφέλεια

ἐπωφέλημα

ἐπωφελέω

ἐπωθέω

ἐπώχατο

ἐποχή

ἐποχῠρόω

ἔποχον

ἔποχος

ἐποχούμενον

ἐποχθίδιος

ἐποχεύω

ἐποχέομαι

ἐποχετεύω

Language: Greek

эпо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἕπω
ἕπω (impf. εἷπον и ἕπον) (чему-л. предаваться, чем-л.) заниматься, хлопотать: ἕ. τεύχεα Hom. готовить оружие (в остальных случаях - только с префиксами: ἀμφέπω, διέπω, ἐφέπω etc. всегда in tmesi). - см. ἕπομαι.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἔπω
ἔπω (преимущ. в inf. εἰπεῖν, aor. 2 εἶπον и aor. 1 εἶπα; praes. и impf. act. и pass. обычно от φημί, λέγω, ἀγορεύω; fut. ἐρῶ, pf. εἴρηκα; pass.: fut. ῥηθήσομαι, aor. εἰρήθην, pf. εἴρημαι)
1) говорить; сказать: ἃ δ᾽ εἶπον εἰς ἅπαντας Eur. то, что сказал всем (в присутствии всех); ὡς (ἔπος) εἰπεῖν Aesch., Plat. etc. так сказать; ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν Arst. просто говоря (одним словом); οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν Her. коротко говоря; ἐς τὸ ἀκριβὲς εἰπεῖν Thuc. точно говоря; ὥσπερ или καθάπερ εἴποι τις Arph., Polyb. можно сказать, иными словами, если угодно; εἰπεῖν τινι и τινα Hom., εἴς τινα Eur. и πρός τινα Xen. говорить кому-л.; ἔ. δίκην Arst. защищать (судебное) дело; ἔ. ψήφισμα Dem. предлагать проект постановления;
2) рассказывать, повествовать (μῦθον Hom.): εἰπέ μοι πατρός τε καὶ υἱέος Hom. расскажи мне о (моих) отце и сыне;
3) называть: ὄνομα, ὅττι κεν εἴπω Hom. имя, которое я назову; εἰπέ μοι γαῖαν τεήν Hom. назови мне свою страну;
4) упоминать (Ἀγαμέμνονα Hom.): εὖ εἰπεῖν τινα Hom. хорошо отзываться о ком-л., хвалить кого-л.;
5) обещать, сулить: χρυσὸν εἶφ᾽ ὃς ἂν κτάνῃ Eur. (Эгист) обещал золото тому, кто убьет (сына Агамемнона);
6) произносить декламировать, читать (ἔπη Plat.);
7) петь, воспевать (τὰν Αἴαντος βίαν Anth.);
8) приказывать, предписывать: εἴπω γυναιξὶν δεῖπνον τετυκεῖν Hom. я велю служанкам приготовить завтрак - см. тж. εἶπον.