κάτω

κατώδυνοι

κατωδυνωμένην

κατωδυνωμένων

κατωδύνων

κατώδυνος

κατοδύρομαι

κάτοδος

κατωκάρᾱ

κατῴκει

κατῴκηκα

κατῴκεις

κατῴκισα

κατῳκήσαμεν

κατῴκησαν

κατῴκισάς

κατῳκήσατε

κατῴκισται

κατῳκίσθη

κατῳκίσθημεν

κατῳκίσθησαν

κατῳκίσθητε

κατῳκίσθαι

κατῴκισεν

κατῳκεῖτο

κατῳκεῖτε

κατοκνέω

κατῳκοδομημέναις

κατοκωχή

κατοκώχιμος

κάτοξυς

κατῴκουν

κατολιγωρέω

κατολισθάνω

κατόλλῡμι

κατολολύζω

κατολοφύρομαι

κατωμάδιος

κατωμᾰδόν

κάτομβρος

κατομβρέομαι

κατόμνῡμι

κατωμοσία

κατωνάκη

κατονίναμαι

κατονομάζω

κατόνομαι

κατῳνωμένος

κατοπάζω

κατωπιάω

κατόπιν

κατοπίσω

κατόπισθε(ν)

κατόπισθεν

κατόψιος

κάτοψις

κατόψομαι

κατοψοφᾰγέω

κατοπτάω

κατοπτήρ

κατόπτης

κάτοπτος

κατοπτρίζω

κατοπτρικόν

κατοπτρικός

κατόπτροις

κατοπτροειδής

κάτοπτρον

κατοπτεύω

κατοπτεύοντος

κάτωρ

κατώρα

κατοράω

κατοργᾰνίζω

κατοργάς

κατοργιάζω

κατωρύγη

κατορυγῶσιν

κατῶρυξ

κατώρυξα

κατώρυξαν

κατορύξουσιν

κατορύσσω

κατορρωδέω

κατορούω

κατορθοῖ

Κατωρθωκέναι

κατόρθωμα

κατορθῶν

κατορθόω

κατώρθωσαν

κατορθώσασθαι

κατορθώσατε

κατορθώσει

κατόρθωσιν

Κατόρθωσις

κατορθώσω

κατορθῶσαι

κατώρθωσεν

κατορθωτικός

κατωρθώθη

κατορθωθήτω

κατωρθούμην

κατορθούντων

κατορθοῦσι

κατωρθοῦτο

Κατορθοῦται

κατωρχήσαντο

κατορχέομαι

κατόσσομαι

κατώτατα

κατωτάτοις

κατωτάτῳ

κατώτατος

κατωτάτου

κᾰτότι

κατώτερον

κατώτερος

κατωφᾰγᾶς

κατοφρυόομαι

κάτωθεν

κατωθέω

κάτοχοι

κατόχιμοι

κατόχῐμος

κάτοχος

κατωχράω

κατωχριάω

κατοχεύσεις

Language: Greek

κάτω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κάτω
I κάτω (ᾰ) adv.
1) вниз (χωρεῖν Aesch.; φέρεσθαι Arst.): ἐπισκύνιον κ. ἕλκειν Hom. хмурить брови; κ. ὁρόων Hom. опустив глаза; κ. δάκρυα εἰβομένη Soph. проливающая слезы; ἄνω τε καὶ κ. στρέφειν Aesch. поворачивать то вверх, то вниз, т. е. распоряжаться по своему произволу;
2) внизу: οἱ κ. θεοί Soph. боги подземного царства; οἱ κ. Soph. умершие, но тж. Thuc. жители побережья; τὰ κ. τῶν μελῶν Plat. нижние конечности; τὰ κ. τῆς Ἰωνίης Her. страны, лежащие ниже, т. е. к югу от Ионии; τὰ κ. καὶ πρὸς θαλάσσῃ Plut. нижние, прилегающие к морю части города; ἡ κ. Γαλατία Plut. нижняя Галлия; τὰ κ. Plat. исходная линия (на состязаниях), старт; οἱ κατώτατα ἑστεῶτες Her. (землекопы), помещавшиеся глубже других; ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω NT (дети) от двух лет и моложе;
3) после, потом, затем: οἱ κ. Luc. последующие поколения, потомки; οἱ κ. χρόνοι Plut. позднейшие времена;
4) филос.: τὸ и τὰ κ. низший элемент, меньшая общность (οὐδὲν τῶν ἄνω ὑπάρξει τοῖς κ. Arst.).


II
κάτω praep. cum gen.
1) вниз с (πέτρων κ. ὦσαι Eur.): κατωτέρω Δήλου Her. ниже, т. е. дальше Делоса;
2) под (κ. χθονός Aesch.; κ. γῆς Soph.).

Lemma κάτω

Wordforms and parallel words:

κάτω 4 вниз (1) опустившего (1) до́лѣ (2)

Concordance:

Wordform κάτω

Lemmas:

κάτω 4
лемма не указана 25

Parallel words:

вниз (1) опустившего (1)
до́лѣ (2)

In subcorpus: Show more ▼

не указано 2 из 47050 ipm=43 freq stat
Письмо Аристея 1 из 12932 ipm=77 freq stat
Богослужебные тексты 4 из 29840 ipm=134 freq stat
Библия 22 из 577071 ipm=38 freq stat
— Ветхий завет 22 из 577071 ipm=38 freq stat
—— Пятикнижие Моисеево 6 из 124513 ipm=48 freq stat
—— Исторические книги 10 из 250205 ipm=40 freq stat
—— Учительные книги 2 из 91862 ipm=22 freq stat
—— Пророческие книги 4 из 110491 ipm=36 freq stat

Concordance: