Language: Greek

каторфома

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κατόρθωμα
κατ-όρθωμα, ατος τό
1) успех (τὸ ἄνευ τοῦ λόγου γινόμενα κατορθώματά ἐστιν Arst.; ἡ ἐκ τῶν κατορθωμάτων χαρά Polyb.);
2) честный поступок, доброе дело (τὰ ἀνθρώπινα ἁμαρτήματα καὶ κατορθώματα Sext.).