πολύ

πολι-

πολύϋδρος

πολύϋμνος

πολιά

πολυαῦλαξ

πολύαγρος

πολυάϊξ

πολιάν

πολῠάγκιστρον

πολυανδρίῳ

πολυάνδριον

πολύανδρος

πολυανδρέω

πολιᾱνομέω

πολυάνωρ

πολυανθής

πολυανθρωπία

πολυανθρωπίας

πολυάνθρωπος

πολυάνθεμος

πολιάοχος

πολυάρᾱτος

πολυάργῠρος

πολυάρητος

πολυάριθμος

πολυαρκής

πολυαρκές

πολυάρμᾰτος

πολυαρμόνιος

πολυαρχία

πολίαρχος

πολιὰς

πολυαστράγαλος

πολύαστρος

πολυάσχολος

πολιᾱτᾶν

πολιάτας

πολύᾱθλος

πολυάχητος

πολύβᾰτος

πολυβαφής

Πολύβιος

πολυβλᾰβής

πολύβωλος

πολυβόρος

Πόλῠβος

πολύβοσκος

πολύβοτος

πολύβοτρυς

πολύβροχος

πολύβουλος

πολυβούτης

πολυβενθής

πολυγάλακτος

πολυγᾱθής

πολυγύμναστος

πολυγήρως

πολυγηθής

πολύγληνος

πολύγλωσσος

πολύγλευκος

πολύγναμπτος

πολυγνώμων

πολύγνωτος

πολύγομφος

πολυγονία

πολυγωνοειδής

πολύγονον

πολύγονος

πολυγονέω

πολυγράμμᾰτος

πολύγραμμος

πολυγρᾰφία

πολυγράφος

πολύγελως

πολύδακρυν

πολυδάκρυος

πολύδᾰκρυς

πολυδάκρῡτος

πολυδάκτῠλος

Πολῠδάμᾱς

πολυδάπανος

πολυδῐκέω

πολυδημώδης

πολυδῑνής

πολυδίψιος

πολυδειράς

πολύδηρις

πολύδοξος

πολύδονος

πολυδωρία

πολυδωρίας

πολύδωρος

πολύδρομος

πολύδροσος

Πολυδέγμων

πολυδαίδᾰλος

Πολῠδέκτης

πολύδενδρος

πολυδένδρεος

πολυδερκής

πολύδεσμος

Πολυδεύκιον

Πολυδεύκης

πολύζῠγος

Πολῠζήλειος

πολύζηλος

πολυζήλωτος

πολίζω

πολιή

πολυήγορος

πολυηγερής

πολυειδία

πολυειδής

πολυειδῶν

πολυϊδρεία

πολύϊδρις

πολυειδές

πολυήκοος

πολυηλάκᾰτος

πολυύμνητος

Πολυΰμνητε

πολυήμεροι

πολυήμερος

πολυημερεύσητε

πολυοινία

πολύοινος

πολυοινέω

πολύϊππος

πολυήρᾰτος

πολυΐστωρ

πολιήτης

πολυηχής

πολυήχητος

πολυΐχθυος

πολυκᾱής

πολυκάλᾰμος

πολυκαμπής

πολύκαμπτος

πολυκαμπές

πολυκάμμορος

πολυκαγκής

πολυκᾰνής

πολύκαπνος

πολυκαρπία

πολύκαρπος

πολυκαρπέω

πολυκηδής

πολυκύδιστος

πολυκοίλιος

πολυκύμων

πολυκίνητος

πολύκοινος

πολῠκοιρᾰνίη

πολυκοίρᾰνος

πολυκήριος

πολυκήτης

πολύκλαυ(σ)τος

πολυκλήϊς

πολύκληρος

πολύκλυστος

πολύκλειτος

πολύκλωνος

πολύκμητος

πολύκνημος

πολυκόλυμβος

πολύκωμος

πολύκωπος

πωλικός

πολύκρᾱνος

Πολυκράτειος

πολυκρᾰτής

πολύκροτος

πολύκρουνος

πολυξειν-

Πολυξένη

πολύξενος

πολύξεστος

πολυκτήμων

πολύκτητος

πολυκτόνος

Πολυκτορίδης

πολυκτέᾰνος

πολυκέλᾰδος

πολύκενος

πολυκερδής

πολύκερως

πολυκαισᾰρία

πολύκεστος

πολυκέφᾰλος

πολυλήϊος

πολύλῑμος

πολύλλιστος

πολύλλῐθος

πολυλογία

πολυλογίας

πολυλόγος

πολύμᾱλος

πολυμάντευτος

πολυματαίων

πολυμάθεια

πολυμαθής

πολυμᾰθέω

πολυμαθέστεροι

πολυμάχητος

πολυμῐγία

πολυμῐγής

πολυμηκάς

πολυμιξία

πολύμυξος

πολύμηλος

πολύμηνις

πολυμῑσής

Πολυμήστωρ

πολύμητις

πολύμῐτος

πολύμῡθον

πολύμῡθος

πολυμηχᾰνία

πολυμήχᾰνος

πολυμναστ-

Πολύμνια

πολυμνήμων

πολυμνήστη

Πολυμνήστειος

πολυμνήστωρ

πολύμνηστος

πολυμνήστευτος

πολύμορφος

πολύμοχθος

πολύμουσος

πολυμελής

πολυμέρεια

πολυμέριμνος

πολυμερής

πολυμερῶς

πολυμερές

πολύμετρος

πόλιν

πολύνᾱος

πολυναύτης

πόλινδε

πολύνοια

πολυνεικής

πολυνῐφής

πολυνεφέλᾱς

πολυωδῠνία

πολυώδῠνος

πολιώδης

πολυοδίαις

πολύοζος

πολιοκρότᾰφος

πολύολβος

πολυόμβριμος

πολυόμματα

πολυόμματος

πολιῶν

πολυώνῠμος

πολυόνειρος

πολυώνῠχος

πολιόομαι

πολυωπής

πολυωπός

πολυώψ

πολυοψία

πολύοψος

πολυωρεῖ

πολυωρία

πολυωρίαν

πολυωρήσει

πολυωρήσεις

πολυωρητικός

πολιορκία

πολιορκίαν

πολιορκίας

πολιορκήσει

πολιορκήσουσιν

πολιορκῆσαι

πολιορκητικός

πολιορκητής

πολύορκος

πολυόρκου

πολιορκουμένη

πολιορκοῦντα

πολιορκούντων

πολιορκοῦντες

πολιορκοῦσιν

πολῐορκέω

πολυόρνῑθος

πολυωρέω

πολιός

πολίωσις

πολυόστεον

πολιότης

πολύωτος

πολιοφῠλακέω

πολυόφθαλμος

πολυωφελής

πολυωφελῶς

πολυοχλία

πολυοχλίαν

πολυοχλίας

πολύοχλος

πολυοχλέομαι

πολίοχος

πολιόχρως

πολυπάμων

πολυπάμφαος

πολυπάτητος

πολυπάθεια

πολυπᾰθής

πολυπίδᾰκος

πολυπῖδαξ

πολυποίκῐλος

πολύπικρος

πολύπῠλος

πολυπήμων

πολυπῐνής

πολύπηνος

πολύπυργος

πολυπειρία

πολυπειρίαν

πολύπειρον

πολύπειρος

πολύπλαγκτος

πολυπλᾰνής

πολυπλάνητος

πολύπλᾰνος

πολυπλᾰς-

πολυπλάσια

πολυπλασιασθῆτε

πολυπληθεῖ

πολυπλήθεια

πολυπλήθειαν

Πολυπληθυνῶ

πολυπληθεῖτε

πολυπλόκοις

πολυπλόκων

πολύπλοκος

πολύπλευρος

πολύπλεθρος

πολυποδία

πολυπόδιον

πολυπόδης

πολυποδώδης

πολυπονία

πολύπονος

πολύπορος

πολυποσία

πολυπότᾰμος

πολυπότης

πολυπότνια

πολύποτος

πολυπραγμᾰτέω

πολυπράγμων

πολυπραγμονεῖν

πολυπραγμονέω

πολυπραγμοσύνη

πολυπρηγμονέω

πολυπρόβᾰτος

πολυπρόσωπος

πολύψαμμος

πολυψηφία

πολυψήφῑς

πολύψηφος

πολύπτῠχος

πολυπτόητος

πολύπτωτον

πολύπτωτος

πολύπτερος

πολύπους

πολυπαιδία

πολυπένθῐμος

πολυπενθής

πολυπαίπᾰλος

πολύπαις

πολυπευθής

πολυρῆμον

πολύρραβδος

πολύρραπτος

πολύρρᾰφος

πολυρροίβδητος

πολύρριζος

πολύρρην

πολύρρηνος

πολύρρυτος

πολυρρύτου

πολύρροδος

πολύρροθος

πολυρέμβαστος

πολύς

Πόλις-ασεδεκ

πολυσαρκία

πολύσαρκος

πολύσαθρος

πολυσύλλᾰβος

πολυσημάντωρ

πολυσύνδετον

πολυσῑνής

πολυσύνθετον

πόλησις

πολυσῑτία

πολύσῑτος

πολύσκαλμος

πολύσκαρθμος

πολύσκηπτρος

πολύσκοπος

πόλισμα

πολισμάτιον

πολυσώμᾰτος

πολύσωρος

πολύσπαστον

πολύσπαστος

πολυσπᾰθής

πολύσπλαγχνος

πολύσπορος

πολυσπερής

πολύσπερμος

πολίσσαμεν

πολισσονόμος

πολισσόος

πολισσοῦχος

πολυστάφῠλος

πολύστᾰχῠς

πολύστῡλος

πολυστῐχία

πολύστοιχος

πολύστομος

πολυστομέω

πολύστονος

πολυστροφία

πολύστροφος

πολυστέλεχος

πολυστένακτος

πολυστέφᾰνος

πολυστεφής

πολύσφαλτος

πολυσφόνδῠλος

πολυσθενής

πολυσχῐδής

πολύσχιστος

πολύσεμνος

πολυτάλαντος

πολυταρβής

πολῑτάρχης

πολίτας

πολιτεία

πολιτείαν

πολιτείας

πολῑτηΐη

πολῑτικά

πολῑτική

πολῑτικόν

πολῑτικός

πολυτίμητος

πολύτῑμος

πολίτην

πωλητήριον

πολίτης

πολῐτισμός

πολύτῑτος

πολύτλᾱς

πολυτλήμων

πολύτλητος

πολύτμητος

πολῑτογρᾰφία

πολῐτογρᾰφέω

πολυτόκα

πολυτοκία

πολυτόκος

πολυτόλμος

πολιτῶν

πολῑτοφύλαξ

πολῑτοφθόρος

πολυτρᾰφής

πολυτρίπους

πολυτρήρων

πολύτρητος

πολύτρῐχος

πολυτροπία

πολύτροπον

πολύτροπος

πολύτροφος

πολυτρόχᾰλος

πολύτρεπτος

πωλεῖτε

πολίτευμα

πολιτεύματος

πολιτεύω

πολιτευόμενοι

πολιτευομένων

πολιτευομένους

πολιτεύεσθαι

πολυτεκνία

πολύτεκνος

πολυτεκνέω

πολυτελεῖ

πολυτέλεια

πολυτεληΐη

πολυτελεῖς

πολυτελῶν

πολυτελῶς

πολυτελοῦς

πολυτελέομαι

πολυτελὲς

πολυτελέσιν

πολυτερπής

πολίταις

πολιτευσάμενοι

πολιτευσάμενος

πολυτεχνία

πολυτεχνίαν

πολύτεχνος

πολιοῦ

πολιοῦχος

πολυφᾰγία

πολυφάγος

πολυθάητος

πολύφᾱμος

πολυφάνταστος

πολυφάρμᾰκος

πολυθαρσής

πολύφᾰτος

πολυφῠής

πολυφῐλία

πολύφυλλος

πολύφῐλος

πολύφιλτρος

πολύφημος

πολύθηρος

πολύθῠτος

πολύφλοισβος

πολυφωνία

πολύφωνον

πολύφονος

πολύφορβος

πολυφορία

πολυφόρος

πολυφρᾰδής

πολυφράδμων

πολυφρᾰδέω

πολύφραστος

πολύθριξ

πολυθρύλητος

πολυθρήνητος

πολύθρηνος

πολύφρων

πολυφρόντιδα

πολύφροντις

πολυφρόντιστος

πολύθροος

πολυφροσύνη

πολυθρέμμων

πολύφθογγος

πολυφθονερός

πολύφθοος

πολυφθορής

πολυφθόρος

πολυφθερής

πολυθεάμων

πολύθεος

πολύθερμος

Πολυθερσείδης

πολύχαλκος

πολυχανδής

πολυχᾰρίδᾱς

πολύχαρμος

πολύχειρ

πολυχειρία

πολύχῠτος

Πολίχνα

πολίχνη

πολίχνιον

Πολιχνίτης

πολύχοος

πολυχορδία

πολύχορδος

πολύχωρος

πολύχωστος

πολυχοέω

πολύχροια

πολυχρημᾰτία

πολυχρημᾰτίᾱς

πολυχρήματος

πολυχρήμων

πολύχρυσος

πολύχρηστος

πολυχρώμᾰτος

πολυχρόνια

πολυχρόνιοί

πολυχρονιεῖτε

πολυχρόνιον

πολυχρόνιος

πολυχρονίους

πολύχροος

πολύχρως

πολύχους

πολιαί

πολύαιγος

πολύεδρος

πολιεύς

πολυέλικτος

πολυέλεος

πολυέλεε

πολυαίμᾰτος

πολυαιμία

πολυαίμων

Πολυαιμονίδης

πολύαιμος

πολυαιμέω

πολιαίνομαι

πολύαινος

πολυαίνετος

πολυεπής

πολυεπαίνετος

πολυέραστος

πολυεργής

πολύεργος

πολιαῖς

πολυετία

πολυετής

πολυετὲς

πολύευκτος

πολυεύσπλαγχνος

πολυεύχετος

Language: Greek

πολύ

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
πολύ
I πολύ (ῠ) n к πολύς.


II
πολύ τό большая часть, основная масса (τὸ π. τοῦ Ἑλληνικοῦ Xen.).


III
πολύ adv.
1) весьма, очень, крайне: π. πρό Hom. на большом расстоянии впереди; π. πρίν Hom. заблаговременно;
2) (cum compar.) гораздо, значительно, намного (π. μᾶλλον Hom.; π. μείζων Aesch., Plat.): π. σὺν φρονήματι μείζονι Xen. с гораздо большей уверенностью;
3) больше, скорее (ἡμῖν π. βούλεται ἢ Δαναοῖσιν νίκην, sc. ὁ Ζεύς Hom.);
4) (cum superl.) безусловно, самый: π. φίλτατος Hom. самый наилюбимейший.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Πόλη
Πόλη ион. = Πόλα.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
πόλη
πόλη (стяж. к πόλεε) dual. к πόλις.

Wordform πολύ

Lemmas:

πολύς 9
лемма не указана 81

Parallel words:

много (1) великое (1)
мно́гѡ (1)

In subcorpus: Show more ▼

не указано 3 из 47050 ipm=64 freq stat
Письмо Аристея 7 из 12932 ipm=541 freq stat
Богослужебные тексты 3 из 29840 ipm=101 freq stat
Библия 77 из 577071 ipm=133 freq stat
— Ветхий завет 77 из 577071 ipm=133 freq stat
—— Пятикнижие Моисеево 13 из 124513 ipm=104 freq stat
—— Исторические книги 40 из 250205 ipm=160 freq stat
—— Учительные книги 11 из 91862 ipm=120 freq stat
—— Пророческие книги 13 из 110491 ipm=118 freq stat

Concordance:

Wordform πόλει

Lemmas:

лемма не указана 181

In subcorpus: Show more ▼

не указано 6 из 47050 ipm=128 freq stat
Библия 175 из 577071 ipm=303 freq stat
— Ветхий завет 175 из 577071 ipm=303 freq stat
—— Пятикнижие Моисеево 24 из 124513 ipm=193 freq stat
—— Исторические книги 111 из 250205 ipm=444 freq stat
—— Учительные книги 19 из 91862 ipm=207 freq stat
—— Пророческие книги 21 из 110491 ipm=190 freq stat

Concordance: