μετά

μετά-ἱστάνω

μεταβάλλω

μετάβαλλε

μεταβάπτω

μετάβᾰσις

μετᾰβᾰτικόν

μετᾰβᾰτικός

μετᾰβᾰτέον

μεταυγάζω

μεταυδάω

μεταβῐβάζω

μεταβιόω

μεταβλητική

μεταβλητικόν

μεταβλητικός

μεταβλητός

μεταβλητέον

μέταυλος

μεταβολή

μεταβολικός

μετάβολος

μεταβολεύς

μεταβολαῖς

μετάβουλος

μεταβουλεύω

μεταβαίνω

μεταγιγνώσκω

Μεταγείτνια

Μεταγειτνιών

μετάγνοια

μετάγνωσις

μετάγω

μεταγωγὴν

μετάγωμεν

μεταγράψαντα

μεταγράψαι

μεταγραπτέον

μεταγραφὰς

μεταγραφή

μεταγραφῆς

μεταγράφω

μεταγενής

μεταδῐδάσκω

μεταδίδωμι

μεταδιδόναι

μεταδιδῶσι

μεταδίδωσιν

μεταδήμιος

μεταδιώκω

μεταδίωκτος

μεταδίομαι

μεταδιαιτάω

μεταδοξάζω

μεταδόρπιον

μεταδόρπιος

μετάδοσις

μεταδοτικός

μεταδοτέον

μεταδρομάδην

μεταδρομή

μετάδρομος

μεταδοῦναι

μετάδουπος

μεταδαίνυμαι

μεταδετέον

μέταζε

μεταζεύγνῡμι

μεταΐζω

μετακᾰλέω

μετακαθίζω

μετακαθοπλίζω

μετακαθέζομαι

μετακυκλέομαι

μετακῠλινδέω

μετακοιμίζω

μετακύμιος

μετάκειμαι

μετακίνησις

μετακινητός

μετάκοινος

μετακῑνέω

μετακηπεύω

μετακλίνομαι

μετακλαίω

μετακομίζω

μετακόσμιον

μετακόσμησις

μετακοσμέω

μετακρούω

μεταξύ

μεταξύτης

μετακαινίζω

μετακεράννῡμι

μετακέρασμα

μεταλαβεῖν

Μεταλαβὼν

μεταλαβόντες

μεταλαμβάνω

μεταλαμβάνομεν

μεταλαμβάνοντας

μεταλαμβάνοντες

μεταλαμβάνουσι

μεταλαμβάνουσιν

μεταλαγχάνω

μεταλγέω

μετάληψιν

μετάληψις

μεταλήψεως

μεταληπτικόν

μεταληπτικός

μεταληπτέον

μέταλλα

μεταλλᾰγή

μετάλλαξις

μεταλλακτός

μεταλλάω

μεταλλάσσω

μετάλλᾱτος

μεταλλάττω

μεταλλεία

μεταλλείαν

μεταλλήγω

μεταλλικά

μεταλλικός

μεταλλεῖον

μεταλλοιόω

μεταλλοιοῦται

μέταλλον

μεταλλουργεῖον

μεταλλουργός

μεταλλεύω

μεταλλεύς

μεταλλευτική

μεταλλευτικός

μεταλλευτός

μετάλμενος

μεταμάζιον

μεταμάζιος

μεταμανθάνω

μεταμπέχομαι

μετᾰμείβω

μεταμίγνῡμι

μετᾰμύνω

μεταμίσγω

μετᾰμώνιος

μεταμορφόω

μεταμορφόομαι

μεταμορφώσας

μεταμόρφωσις

μεταμφιάζω

μεταμφιέζω

μεταμφιέννῡμι

μεταμέλει

μεταμέλεια

μεταμελητικός

μεταμέλω

μεταμέλομαι

μετάμελος

μεταμέλπομαι

μεταμελέομαι

μεταμαίομαι

μεταναγιγνώσκομαι

μετανάστᾰσις

μετανάστιος

μετανάστης

μετανάστρια

μετάγγελος

μεταντλέω

μετάνοια

μετάνοιαν

μετανοίας

μετανίσσομαι

μετανίστημι

μετανοήσαντι

μετανοῶν

μετανοοῦντα

μετανοοῦντι

μετανοούντων

μετανοέω

Μετανούντων

μεταναιετάω

μεταναιέτης

μεταπαύομαι

μεταπαυσωλή

μεταπηδάω

μεταπήδησις

μεταποιεῖται

μεταποιηθῆναι

μεταποίνιος

μεταπίπτω

μεταπῖπτον

μεταπειράομαι

μεταπύργιον

μεταπειστός

μεταπείθω

μεταποιέω

μεταπλασμός

μεταπλάσσω

μεταπομπή

Μεταπόντιοι

Μεταποντῖνοι

Μεταπόντιον

μεταπορθμεύω

μεταπορεύομαι

μεταπρεπής

μεταπρέπω

μεταψαίρω

μεταπτοιέω

μετάπτωσις

μεταπτωτικός

μετάπτωτος

μεταπαιδεύω

μεταπέμπω

μετάπεμπτος

μεταπεμπτέος

μεταπέμπεσθαι

μετάπεμψις

μεταπέταμαι

μεταπέτομαι

μεταπεττεύω

μετᾰρίθμιος

μετάρροια

μεταρρίπτω

μεταρρυθμίζω

μεταρρέω

μετάρσια

μεταρσιολογικός

μεταρσιολεσχία

μεταρσιολέσχης

μεταρσιόω

μετάρσιος

μεταρθείς

μετασκηνόω

μετασκευάζω

μετασκευάζων

μετασκευαστικός

μετασκευωρέομαι

μετασπάω

μετασπεῖν

μετασπών

μέτασσαι

μετασσεύομαι

μετάστᾰσις

μεταστᾰτέον

μεταστοιχί

μεταστείχω

μεταστονᾰχίζω

μεταστρᾰτοπεδεύω

μεταστροφή

μεταστρεπτικός

μεταστρεπτέον

μεταστρέφω

μεταστέλλομαι

μεταστένω

μετασχημᾰτίζω

μετασχημάτῐσις

μετασχηματισμός

μετασχεῖν

μετάσχεσις

μετάταξις

μετατάσσω

μετατίκτω

μετατίθημι

μετατιθεὶς

μετατραπέντα

μετατροπά

μετατροπᾰλίζομαι

μετατροπή

μετατροπία

μετάτροπος

μετατρέπω

μετατρέπομαι

μετατρέχω

μεταφύομαι

μεταφωνέω

μεταφορά

μεταφορικός

μεταφορητός

μεταφορέω

μεταφράζω

μετάφρᾰσις

μετάφρενα

μετάφρενον

μεταυτίκᾰ

μεταῦτις

μεταῦθις

μεταθέω

μεταφέρω

μεταφέρων

μεταφέροντες

μετάθεσις

μετάθετος

μεταθετέον

μεταχαράσσω

μεταχειρίζω

μετάχοιρον

μεταχωρέω

μεταχρημᾰτίζω

μεταχρόνιος

μετάχρονος

Language: Greek

μετά

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μέτα
I μέτα = μετά II (анастрофа).


II
μέτᾰ (= μέτεστι) существует, имеется, есть (οὐ γάρ τις μ. τοῖος ἀνὴρ ἐν τοῖσδεσι πᾶσιν Hom.): οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν μ᾽ εἴργειν μ. Soph. нет у него (права) отрывать меня от родных; οὐδὲν γὰρ ἐμοὶ ἔτι τούτων μ. Her. ибо ничего из этих (сокровищ) у меня больше нет.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μετά
I μετά (ᾰ) adv.
1) в том числе, посреди, вместе, заодно (μ. δ᾽ υἱὸν ἐμόν Hom.): μ. δὲ Ἀθήνη Hom. и среди них Афина; μ. δ᾽ ἀνέρες, οὓς ἔχε γῆρας Hom. а также мужи, достигшие старости;
2) вслед затем, потом (πρῶτος ἐγὼ μ. δ᾽ ὔμμες Hom.): μ. δὲ ὥπλισε τοὺς ὑπολειφθέντας τῶν Μήδων Her. затем (Астиаг) вооружил оставшихся мидян.


II
μετά (возможна анастрофа, напр.: ὅπλων μέτα = μετὰ ὅπλων)
1) praep. cum gen.;
1.1) между, среди, в числе, вместе с (μ. ἄλλων ἑταίρων Hom.): τῶν μέτα παλλόμενος Hom. когда (я) совместно с ними тянул жребий; τὸν μ. ἄστρων Ζῆνα! Eur. клянусь живущим среди звезд Зевсом!; μ. Βοιωτῶν μάχεσθαι Hom. сражаться совместно с беотийцами; μ. ἄλλων ὄντες Xen. находясь среди других; μ. οὐδενὸς ἀνδρῶν ναίων Soph. ни с кем (вместе) не обитая, т. е. вдали от людей; μ. τινος εἶναι или στῆναι Thuc., Xen.; быть с кем-л., т. е. быть чьим-л. сторонником, приверженцем; οἱ μ. Κύρου Xen. приверженцы Кира; οἱ μεθ᾽ ἑαυτοῦ στρατιῶται Xen. его солдаты; οἱ μ. αὐτοῦ Plat. его спутники;
1.2) посредством, путем, с помощью (μ. λόγου τε καὶ ἐπιστήμης Plat.): μ. τοῦ σώματος γνῶναι Plat. познать через посредство тела, т. е. посредством ощущений; μ. πλείστων πόνων καὶ ἀγώνων Lys. долгими усилиями и долгой борьбой; μεθ᾽ ὅπλων Eur. (с) оружием, т. е. силою оружия; μ. θεῶν Plat. с помощью богов;
1.3) при, в сопровождении (μ. κιθάρας Eur.): ἀρετὴ μ. φρονήσεως Plat. просвещенная добродетель; μ. κακῆς ἐλπίδος Plat. с дурными предчувствиями; μ. μέθης Plat. в состоянии опьянения; μ. παιδιᾶς καὶ οἴνου Thuc. под влиянием шаловливости и вина; μ. τέχνης Plat. с (большим) искусством, искусно; μ. τοῦ δικαίου Plat. по справедливости; δικαιοσύνη μ. φρονήσεως Plat. справедливость в сочетании с рассудительностью;
1.4) сообразно, в соответствии: μ. καιροῦ Thuc. в соответствии с обстоятельствами;
2) praep. cum dat. (только поэт);
2.1) среди, между, в числе, у (ἢ μ. Τρώεσσι ὁμιλέοι ἢ μ. Ἀχαιοῖς Hom.): μ. ἄλλων λαῷ Aesch. вместе с другими; ὃς θεὸς ἔσκε μ. ἀνδράσιν Hom. (Гектор) был как бог среди мужей; ἀλλά τοι ἔντεα μ. Τρώεσσιν ἔχονται Hom. но твои доспехи у троянцев; μ. Ἀχαιῶν νηυσίν Hom. среди (у, вблизи) ахейских кораблей; τοῦτο μ. ἀθανάτοισι τέκμωρ Hom. это - порука для (у) богов;
2.2) среди, в (μ. φρεσί Hom.): μ. πνοιῇς ἀνέμοιο Hom. с дыханием ветра, по ветру; μεθ᾽ αἵματι καὶ κονίῃσι Hom. в крови и в прахе; μ. κύμασι Hes. в волнах; μ. γένυσσιν и μ. γαμφηλῇσιν Hom. в челюстях; μ. χερσί Hes., Soph.; в руках;
3) praep. cum acc.;
3.1) вслед за, после (μεθ᾽ ἅμαξαν ἔρχεσθαι Hom.): κάλλιστος μ. Πηλείωνα Hom. самый красивый после Пелиона; ποταμὸς μέγιστος μ. Ἴστρον Her. самая длинная после Истра река; ἔπειτα μεθ᾽ Ἓκτορα Hom. тотчас же после Гектора; μ. τοῦτον τὸν χρόνον, μ. τοῦτο и μ. ταῦτα Thuc., Xen. etc. после этого, вслед за этим; μ. μικρόν Luc. немного спустя; μ. τὸν ἑξέτη Plat. когда он достигнет шестилетнего возраста; κατὰ τὰς μ. τὸν Μῆδον σπονδάς Thuc. на основании договора, (заключенного) после Мидийской войны; μεθ᾽ ἡμέραν Eur. после рассвета, т. е. днем;
3.2) (на вопрос «куда?») по направлению к, в (σφαῖραν ῥίπτειν μ. τινα Hom.): βάλλειν τινὰ μ. ἔριδας καὶ νείκεα Hom. вовлекать кого-л. в раздоры и вражду; βῆναι μ. τινα Hom. пойти к кому-л. или (напасть) на кого-л.;
3.3) (на вопрос «зачем?») за, для: μεθ᾽ ὕλην Hom. за дровами; πλεῖν μ. χαλκόν Hom. плыть за медью; μ. πατρὸς ἀκουήν Hom. с целью услышать (что-л.) об отце; πευσόμενος μ. σὸν κλέος Hom. чтобы разузнать о тебе; πόλεμον μέτα θωρήσσεσθαι Hom. снаряжаться для боя;
3.4) между, среди: μ. χεῖρας Her. в руках; πᾶσι μ. πληθύν Hom. среди (во) всех собравшихся; μ. ὁμήλικας Hom. среди сверстников.


III
μετα- приставка, обозначающая:
1) общность, соучастие (μετέχω);
2) общение, совместное действие (μεταδαίνυμαι);
3) промежуточность, положение между чем-л. (μεταιχμιος, μεταπαύομαι);
4) следование в пространстве или во времена (μεταδιώκω, μετόπωρον);
5) изменение, перемена (μεταρρέω, μεταπείθω);
6) перемещение (μεταστρέφω, μεταρρίπτω);
7) отпускание, освобождение (μεθίημι).

Lemma μετά

Wordforms and parallel words:

μετὰ 82 после (5) с (9) со (3) в (1) по (1) по (11) съ (7) со (9)
μεθ᾿ 9 с (3) в (1) съ (3) по (1) въ (1)
μετ 2 с (1) съ (2)
μετ' 4 с (2) в (1) съ (4)
μεθʼ 2 съ (1) во (1)
μετά 2 с (1) съ (1) со (1)
μεθ' 1 с (1) съ (1)
μετα 1

Concordance:

Wordform μετὰ

Lemmas:

μετά 85
лемма не указана 6

Parallel words:

после (5) с (10) со (3) в (1) по (1)
по (11) съ (8) со (10)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 35 из 12932 ipm=2706 freq stat
Богослужебные тексты 56 из 29981 ipm=1868 freq stat

Concordance: