Language: Greek

мэтавлитикон

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μεταβλητικόν
μετα-βλητικόν τό
1) Plat. = μετκβλητική;
2) (sc. αἴτιον) причина изменения (τὸ μ. τοῦ μεταβάλλοντος Arst.).