Language: Greek

мэтакалэо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μετακᾰλέω
μετα-κᾰλέω тж. med.
1) призывать, вызывать (ὁ ἰατρὸς μετακληθείς Luc.; ἐπάνειμι ἐς Κυνόσαργες, ὁπόθεν δεῦρο μετεκλήθην Plat.);
2) отзывать обратно, возвращать (τὰς ναῦς προανηγμένας Thuc.; τινὰ ἀπό τινος Polyb.; τινὰ ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως Diod.).