καίνω
κενόδοξοι
κενοδοξία
κενοδόξοις
κενόδοξος
κενόδοντις
κενοκοπέω
καινολογία
κενολογέω
κένωμα
κενόν
Καινὸν φρούριον
κενόω
κενοπάθεια
κενοπάθημα
καινοπᾰθής
καινοπᾰθέω
καινοπηγής
καινοποιΐα
καινοποιητής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοπρᾱγία
καινοπρεπής
καινοπρεπῶς
καινός
κένωσις
κενοσπουδία
κενόσπουδος
κενοτάφιον
κενοτάφιος
καινότᾰφος
κενοτᾰφέω
καινότης
καινότητι
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτομέω
καινότροπος
κενοφωνία
κενόφρων
κενοφροσύνη
κενωθὲν