DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > кэно
 

καίνω

κενόδοξοι

κενοδοξία

κενοδόξοις

κενόδοξος

κενόδοντις

κενοκοπέω

καινολογία

κενολογέω

κένωμα

κενόν

Καινὸν φρούριον

κενόω

κενοπάθεια

κενοπάθημα

καινοπᾰθής

καινοπᾰθέω

καινοπηγής

καινοποιΐα

καινοποιητής

καινοπήμων

καινοποιέω

καινοπρᾱγία

καινοπρεπής

καινοπρεπῶς

καινός

κένωσις

κενοσπουδία

κενόσπουδος

κενοτάφιον

κενοτάφιος

καινότᾰφος

κενοτᾰφέω

καινότης

καινότητι

καινοτομία

καινοτόμος

καινοτομέω

καινότροπος

κενοφωνία

κενόφρων

κενοφροσύνη

κενωθὲν

Language: Greek

кэно

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καίνω
καίνω (= κατακαίνω) (fut. κᾰνῶ, aor. 2 ἔκᾰνον, pf. κέκονα, inf. κᾰνεῖν - дор. κανῆν) убивать, умерщвлять (τινὰ κεραυνῷ Aesch.; ξίφει Eur.; sc. τοὺς πολεμίους Xen.; παῖδά τινος Theocr.).
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak