ἔξω

ἐκσοβέω

ἐξοδάω

ἐξοδεία

ἐξοδιασμός

ἐξοδίη

ἐξοδικῶς

ἐξοδῠνάω

ἐξόδιον

ἐξοδοιπορέω

ἔξοδος

ἔξοδος1

ἐξόδους

ἐξοδεύω

ἐκσῴζω

ἐξωκεᾰνίζω

ἐξοκέλλω

ἐξώλεια

ἐξώλης

ἐξολισθαίνω

ἐξόλλῡμι

ἐξολῶ

ἐξολολύζω

ἐξολοθρεύω

ἐξολεθρεύω

ἐξολεθρεύσεις

ἐξομᾰλίζω

ἐξωμίας

ἐξωμιδοποιΐα

ἐξωμίζω

ἐξόμῑλος

ἐξομῑλέω

ἐξομοιόω

ἐξομοίωσις

ἐξομηρεύω

ἐξομήρευσις

ἐξωμίς

ἐξομμᾰτόω

ἐξόμνῡμι

ἐξομνύω

ἐξομολογήσαντι

ἐξομολόγησιν

ἐξομολόγησις

ἐξομολογήσηταί

Ἐξομολογεῖσθε

ἐξομολογοῦμαί

ἐξομολογούμενος

Ἐξομολογουμένους

ἐξομολογέω

ἐξομολογέομαι

ἐξομόργνῡμι

ἐξόμορξις

ἐξωμοσία

ἕξομεν

ἐξόν

ἐξόγκωμα

ἐξογκόω

Αἰξωνή

ἐξονειδίζω

ἐξονειρωγμός

ἐξονειρωκτικός

ἐξονειρώσσω

ἐξονομάζω

ἐξονομακλήδην

ἐξονομαίνω

Αἰξωνεύς

ἐξωνέομαι

ἐξοπίζω

ἐξόπιν

ἐξώπιος

ἐξοπίσω

ἐξόπιστο

ἐξόπισθε(ν)

ἐξόπῐθε(ν)

ἐξοπλίζω

ἐξοπλῐσία

ἐξόπλῐσις

ἔξοπλος

ἐξοπτάω

ἐξοράω

ἐξοργάω

ἐξοργιάζω

ἐξοργίζω

ἐξωριάζω

ἐξορίζω

ἐξορίνω

ἐξορισμός

ἐξορύσσω

ἐξοριστικός

ἐξόριστος

ἐξορκίζω

ἐξορκιστής

ἐξορκόω

ἔξορκος

ἐξόρκωσις

ἐξορμάω

ἐξορμή

ἐξορμίζω

ἔξορμος

ἐξορμενίζω

ἐξορμέω

ἔξωρος

ἑξώροφος

ἐξορούω

ἐξορθιάζω

ἐξορθόω

ἐξορχέομαι

ἐκσωρεύω

ἐξόσδω

ἐξοσιόω

ἐξώστης

ἐξώστρα

ἐξοστρᾰκίζω

ἐξοστρᾰκισμός

ἐξωσθῆναι

ἐξωτάτω

ἐξοτρύνω

ἐξότου

ἐξότε

ἐξωτερικός

ἐξωτέρω

ἐξώτερον

ἐξώτερος

ἐξόφθαλμος

ἐξοφέλλω

ἔξωθεν

ἐξωθέω

ἔξοχα

ἐξοχή

ἐξοχῠρόω

ἔξοχος

ἔξωχρος

Language: Greek

ἔξω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἔξω
I ἔξω adv.
1) вне, снаружи: οἱ ἔξω ἐχθροί Plat. внешние враги; στρατιᾶς οὔσης ἔξω Xen. когда войско находится в отсутствии; τὰ ἔξω μόρια τῶν ζῴων Arst. наружные части (органы) животных, преимущ. конечности; οἱ ἔξω τόποι Arst. чужая территория; τὰ ἔξω Plat., Arst. внешние предметы или обстоятельства; τὰ ἔξω πράγματα Thuc. внешние дела, сношения с заграницей; οἱ ἔξω Thuc. противники, тж. изгнанники, NT (sc. τῆς ἐκκλησίας) язычники; ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα, тж. ἡ ἔξω θάλασσα Plat. и ἡ ἔξω Plut. море за (Геракловыми) столпами, т. е. Атлантический океан; ἔξω λέγειν Arst. = ἔξω τοῦ λόγου λέγειν, см. ἔξω II; τὰ ἔξω κωλύοντα Arst. внешние препятствия;
2) (во)вне, наружу (ἰέναι Hom.; χωρεῖν Her.; πέμπειν Xen.; πορεύεσθαι Plat.; βλέπειν Dem.; αἱ θύραι αἱ ἀνοιγόμεναι ἔξω Arst.): τὸ ἔξω τῶν ὀμμάτων Plat. пучеглазие;
3) вдали, далеко (τρίβειν βίον Soph.; οἱ ἔξω κατοικοῦντες Plat.);
4) (с последующим союзом ἤ) за исключением, кроме Her.


II
ἔξω
1) praep. cum gen.;
1.1) из (ἁλὸς ἔξω, ἔξω βερέθρου Hom.; ἔξω δόμων ὠθεῖν τινα Aesch.; ἔξω γῆς βαλεῖν τινα Soph., Eur.; ἔξω τοῦ Πόντου ὀχεῖσθαι Xen.);
1.2) вне: ἔξω τινός εἶναι или γενέσθαι Thuc., Plat., Arst., Plut. быть вне чего-л., не вмешиваться во что-л., не иметь отношения к чему-л.; ἔξω τοῦ λόγου, τῆς ὑποθέσεως или τοῦ πράγματος λέγειν Lys., Isocr., Plat., Arst. говорить не на тему; ἔξω τοξεύματος Thuc. и ἔξω (τῶν) βελῶν Xen. вне досягаемости снарядов (стрел или копий); εἶναι или γενέσθαι ἔξω φρενῶν Pind., ἔξω τοῦ φρονεῖν и ἔξω γνώμης Eur. или ἔξω ἑαυτοῦ Dem. сойти с ума, обезуметь, быть вне себя; θεσμῶν ἔξω φέρεσθαι Soph. противиться предписаниям; οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος δρᾷς Soph. твои дела ничем не отличаются от отцовских;
1.3) после: ἔξω μέσου ἡμέρας Xen. после полудня; ἔξω πέντ᾽ ἐτῶν Dem. спустя пять лет;
1.4) кроме, за исключением (ἔξω σευ Her.; ἅπαντες ἔξω ὀλίγων Arst.);
2) praep. cum acc. из, за пределы (ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον πλεῖν Her.).

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἕξω
ἕξω fut. к ἔχω.

Lemma ἔξω

Wordforms and parallel words:

ἔξω 2 вон (1) во́нъ (1)

Concordance:

Wordform ἔξω

Lemmas:

ἔξω 2

Parallel words:

вон (1)
во́нъ (1)

In subcorpus: Show more ▼

Богослужебные тексты 2 из 29840 ipm=67 freq stat

Concordance: