δεῖν

δεῖνα

δῑνάεις

δυνάμει

δυναμικός

δυναμικώτεροι

δύναμιν

δύναμις

δυναμόω

δυναμώσει

δυνάμωσον

δύναμαι

δυνάμενα

δυνάμενοι

δυναμένοις

δυναμένῳ

δυναμένων

δυνάμενος

δυναμένου

δυναμένους

Δυνάμεων

δυνάμεως

δυνάμεσιν

δυνάμεθα

Διναν

δύνανται

δηνάρια

δηνάριον

Δείναρχος

Δινας

δύνᾰσις

δυνάστα

δυνάστας

δυνάστῃ

δυναστεία

δυναστείαν

δυναστείας

δῠναστικός

δυνάστην

δυνάστης

δυναστεῖαι

δυναστείαις

δυναστῶν

δῠνάστωρ

δυνάστου

δυνάσται

δυναστεύματα

δυναστεύει

δυναστεύειν

δυναστεύω

δυναστεύων

δυναστεύοντα

δυναστεύοντι

δυναστευόντων

δυναστεύοντος

δυναστεύουσιν

δυναστευούσης

δυνάσταις

δυναστεύσει

δυναστεῦσαι

δῠναστευτικός

δυνασθῆτε

δύνασθαι

δύνασαι

δυνατά

δυνατοὶ

δυνατὴν

δυνατοῖς

δυνατόν

δυνατός

δυνατωτέρα

δυνατώτεροί

δυνατώτερον

δυνατώτερος

δυνατοῦ

δυνατοὺς

δύναται

δῠνατέω

Διναχ

Δινδύμη

Δινδῠμήνη

Δίνδῠμον

Δινδῠμένη

δεῖνι

δῑνήεις

δεινὴν

δεινοῖς

δυνήσῃ

δίνησις

δυνήσομαι

δυνησόμεθα

δυνήσονται

δύνησθε

δυνήσεσθε

δυνήσεται

δυνητικός

δῑνητός

δύνηται

δυνηθῇ

δυνηθῇς

δυνηθῶ

δυνηθῶσιν

δύνηαι

δεινῷ

δῑνώδης

δεινολογία

δεινολογέομαι

δύνωμαι

δυνώμεθα

δεινῶν

δύνοντος

δύνωνται

δεινόω

δεινοπᾰθέω

δεινωπός

δεινοπροσωπέω

δεινώψ

δεινόπους

δεινός

δείνωσις

δεινότης

δῑνωτός

δεινοῦ

δεινοὺς

δῖναι

δήνεα

δυνέαται

δίνευμα

Διναῖοι

δῑνεύω

δῑνεύεσκον

δυναίμην

δῑνέμεν

δῑνέω

δηναιός

Language: Greek

δεῖν

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δήν
δήν adv.
1) долго, в течение долгого времени Hom.;
2) давно, с давних пор Hom.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δεῖν
I δεῖν inf. к δέω I и II.


II
δεῖν (= δέον) Xen. part. n к δέω II.

Wordform δεῖν

Lemmas:

лемма не указана 3

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 1 из 12932 ipm=77 freq stat
Библия 2 из 577071 ipm=3 freq stat
— Ветхий завет 2 из 577071 ipm=3 freq stat
—— Исторические книги 1 из 250205 ipm=4 freq stat
—— Учительные книги 1 из 91862 ipm=11 freq stat

Concordance: