Language: Greek

δυναμικός

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δῠνᾰμικός
δῠνᾰμικός 3 сильный, могучий, мощный (ἄνθρωποι Polyb.; ἐρωτήματα Plut.): δ. κατὰ τὴν σωματικὴν ἕξιν Polyb. крепкий телом; δ. πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας Polyb. воинственный.

Lemma δυναμικός

Wordforms and parallel words:

δυναμικώτεροι 1

Concordance: