κἠν
κύνα
κῐνάβρα
κῐνᾰβράω
κινάβευμα
κῠνᾱγία
κῠνᾰγωγός
κῠνᾱγός
κῠνᾱγε-
κίνᾰδος
κῠνάκανθα
κῠνακτής
κῠνᾰλώπηξ
κινᾰμ-
κῠνάμυια
Κῠνᾰμολγοί
Κιναν
κῠνάγχη
κῠναγχικός
κοινανέω
κοινάω
κῠνάρα
κυνάρια
κυναρίοις
κυνάριον
Κίναρος
κύνᾰρος ἄκανθα
κύνας
Κύναστρον
κῐνάθισμα
κῑνᾰχύρα
κιγκλίς
κιγκλοβάτης
κίγκλος
κύντᾰτος
Κινδυάς
Κινδύη
Κυντίλιος
κίνδυνοι
κινδύνοις
κινδύνῳ
κινδῡνώδης
κινδύνων
κίνδυνος
κινδύνου
κινδύνους
κινδύνευμα
κινδυνεύει
κινδυνεύειν
κινδῡνεύω
κινδυνεύσει
κινδυνεύσω
κινδυνεύσουσιν
κινδῡνευτικός
κινδῡνευτής
κινδῡνευθέντα
Κινδυεύς
κυντότατος
κεῖνται
κύντερος
κυνὶ
κυνήγια
κυνηγεῖν
κῠνήγιον
κίνυγμα
κυνηγὸς
κῠνηγέω
κῠνηγεσία
κῠνηγέσιον
κῠνηγετική
κῠνηγετικός
κῠνηγέτης
κῠνηγετέω
κῠνίδιον
κῠνηδόν
κῠνῐδεύς
κυνίζω
κύνικλος
κυνικός
κίνημα
κίνῠμαι
κοινὴν
κύνειον
κύνειος
κῠνήποδες
Κῖνυψ
κινύρα
κινύραν
κινύρας
κῐνύρομαι
κῐνῠρός
κινύραι
κινύραις
κοινῆς
κινήσας
κινησάτω
κινήσατε
κινήσει
Κῑνησίας
Κυνήσιοι
κίνησιν
κίνησις
κῠνίσκη
κῠνίσκος
κοινισμός
κινήσω
κινήσουσιν
κινεῖσθαι
κινῆσαι
κινήσεως
κῑνητικός
κινητικώτερον
κῑνητήρ
κῑνητήριος
κῑνητής
κῑνητός
κινηθῇ
κινηθῇς
κινηθήσονται
κινηθήσεται
κινηθῶσιν
κιννάβᾰρι
κιννᾰβάρινος
κιννάβευμα
κιννᾰμολόγος
κιννᾰμώμινος
κινναμώμῳ
κιννάμωμον
κινναμώμου
κίννᾰμον
κοινῷ
κοινο-
Κῠνοβάλανοι
κοινόβιος
κοινοβωμία
κῠνόβρωτος
κοινοβούλιον
κοινοβουλέω
κοινογονία
κοινογενής
κῠνόδηκτος
κοινοδίκαιον
κῠνώδης
κῠνοδρομέω
κῠνόδους
κῠνοειδής
κῠνοκλόπος
κῠνοκοπέω
Κῠνοκέφᾰλοι
κῠνοκέφαλλος
κῠνοκέφᾰλος
κοινολογία
κοινολογίαν
κοινολογησόμενον
κοινολογέομαι
κοινόλεκτρος
κοινολεκτούμενος
κοινολεχής
κοίνωμα
κυνόμυια
κυνόμυιαν
κυνομυίης
κοινὸν
κοινωνεῖ
κοινωνία
κοινωνίαν
κοινωνίας
κοινωνικός
κοινώνημα
κοινωνεῖν
κοινωνήσας
κοινωνήσει
κοινώνησις
κοινώνησον
κοινωνήσοντες
κοινωνητικός
κοινωνόν
κοινωνός
κοινωνοῦ
κοινωνοὺς
κοινωνοῦσα
κοινωνέω
κεινόω
κῠνώπης
κοινοποιέομαι
κοινόπλοος
Κῠνοπολίτης
κοινοπρᾱγία
κοινοπρᾱγέω
κῠνοπρόσωπος
κῠνοραιστής
κοινός
Κῠνὸς κεφαλαί
Κῠνὸς σῆμα
Κῠνόσαργες
κῠνόσβᾰτος
κῠνοσπάρακτος
Κῠνόσουρα
κῠνόσουρα ᾠά
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφική
κοινοτροφικός
κῠνοφᾰγέω
κῠνοθαρσής
κοινοθῡλᾰκέω
κοινοφῐλής
κῠνοθρᾰσύς
κοινόφρων
κοινωφέλεια
κοινωφελής
κῆνσος
κοινοῦ
κινούμενα
κινουμένη
κινουμένοις
κινούμενον
Κυνουρίᾱ
Κυνούριοι
Κυνούριος
κοινοὺς
κῠνοῦχος
Κύνθιος
Κυνθογενής
Κύνθος
κιγχάνω
κύγχραμος
Κινέας
κῐναιδεία
κῐναιδολόγος
κίναιδος
Κιναῖοι
κῑνέω
Κιναῖον
Κιναῖος
κύνες
κύνεσσι
Κιναιου