κοινῷ
κοινο-
Κῠνοβάλανοι
κοινόβιος
κοινοβωμία
κῠνόβρωτος
κοινοβούλιον
κοινοβουλέω
κοινογονία
κοινογενής
κῠνόδηκτος
κοινοδίκαιον
κῠνώδης
κῠνοδρομέω
κῠνόδους
κῠνοειδής
κῠνοκλόπος
κῠνοκοπέω
Κῠνοκέφᾰλοι
κῠνοκέφαλλος
κῠνοκέφᾰλος
κοινολογία
κοινολογίαν
κοινολογησόμενον
κοινολογέομαι
κοινόλεκτρος
κοινολεκτούμενος
κοινολεχής
κοίνωμα
κυνόμυια
κυνόμυιαν
κυνομυίης
κοινὸν
κοινωνεῖ
κοινωνία
κοινωνίαν
κοινωνίας
κοινωνικός
κοινώνημα
κοινωνεῖν
κοινωνήσας
κοινωνήσει
κοινώνησις
κοινώνησον
κοινωνήσοντες
κοινωνητικός
κοινωνόν
κοινωνός
κοινωνοῦ
κοινωνοὺς
κοινωνοῦσα
κοινωνέω
κεινόω
κῠνώπης
κοινοποιέομαι
κοινόπλοος
Κῠνοπολίτης
κοινοπρᾱγία
κοινοπρᾱγέω
κῠνοπρόσωπος
κῠνοραιστής
κοινός
Κῠνὸς κεφαλαί
Κῠνὸς σῆμα
Κῠνόσαργες
κῠνόσβᾰτος
κῠνοσπάρακτος
Κῠνόσουρα
κῠνόσουρα ᾠά
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφική
κοινοτροφικός
κῠνοφᾰγέω
κῠνοθαρσής
κοινοθῡλᾰκέω
κοινοφῐλής
κῠνοθρᾰσύς
κοινόφρων
κοινωφέλεια
κοινωφελής
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: