ὃν

ὦνα

ὄναγρος

ὦναξ

ὠνάμην

ὄνᾰρ

ὀνάριον

ὄνᾱσις

ὄνασθαι

ὤνατο

ὀνάτωρ

Ὄγκᾱ

ὀγκάομαι

ὀγκία

ὀγκύλλομαι

ὄγκιον

ὀγκηρόν

ὀγκηρός

ὀγκηστής

ὀγκητής

ὀγκηθμός

ὀγκώδης

ὀγκόω

ὄγκος

ὤγκωσα

ὄγκωσις

ὀγκότατος

ὀγκωτός

ὀγκότερος

ὄντα

ὄντας

ὁντινοῦν

ὄντων

ὄντως

ὦνδρες

ὅνδε

ὠνή

ὀνεία

ὄνειαρ

ὀνειδίζω

ὀνειδιζόντων

ὀνειδείη

ὀνίδιον

ὀνείδειος

ὀνείδισμα

ὀνειδισμοὶ

ὀνειδισμός

ὀνειδιστικός

ὀνειδιστήρ

ὀνειδιστής

ὄνειδος

ὀνήϊος

ὀνήϊστος

ὀνικός

ὄνυξ

ὀνηλάτης

ὀνηλᾰτέω

ὀνυμ-

ὄνημι

ὠνήμην

ὀνήμενος

ὀνίνημι

Ὄνειον

ὄνειος

ὡνήρ

ὀνείρειος

ὀνειρωγμός

ὀνειροκρῐτικός

ὀνειροκρίτης

ὀνείρωξις

ὀνειρόμαντις

ὀνείρων

ὀνειροπολία

ὀνειροπολικόν

ὀνειροπόλος

ὀνειροπολέω

ὄνειρος

ὀνειρώσσω

ὀνειρόφαντος

ὀνειρόφρων

ὀνείρου

ὀνίς

ὄνησα

ὠνησάμην

ὠνησάμεθα

Ὀνήσανδρος

ὀνησιδώρα

ὀνήσῐμος

ὀνησίπολις

ὄνησις

ὀνησῐφόρος

ὄνησο

ὠνητής

Ὀνήτωρ

Ὀνητορίδης

ὠνητός

ὄνυχας

ὀνύχῐνος

ὀνύχιον

ὄνυχος

ὀνοβάτις

ὀνοβᾰτέω

ὀνώδης

ὄνομα

ὀνομάζω

ὀνομάζουσα

ὠνόμακα

ὀνομακλήδην

ὀνομακλήτωρ

ὀνομᾰκλῠτός

Ὀνομάκρῐτος

ὀνομᾰσία

ὠνομασμένως

ὀνομαστί

ὀνομαστική

ὀνομαστικόν

ὀνομαστικός

ὀνομαστός

ὀνομασθῇ

ὀνοματ(ο)-

ὀνόματα

ὀνόματι

ὀνομᾰτικόν

ὀνομᾰτογρᾰφία

ὀνομᾰτώδης

ὀνοματολόγος

ὀνομᾰτοποιΐα

ὀνομᾰτοποιέω

Ὀνόματος

ὀνομᾰτοθέτης

ὀνομᾰτουργός

ὠνόμηνα

ὄνομαι

ὀνομαίνω

ὄνωνις

ὄνος

ὠνοσάμην

Ὀνόσανδρος

ὀνοσκελής

ὄνοσμα

ὄνοσο

ὀνοσσάμενος

ὀνόσσεσθαι

ὀνοστός

ὄνοσαι

ὀνοτάζω

ὀνοτός

ὀνοφορβός

Ὀνόχωνος

Ὄνουφις

Ὀνουφίτης νομός

ὀνθῠλεύω

ὀνθύλευσις

ὄνθος

ὥνθρωποι

ὤνθρωπος

Ὀγχήστιος

Ὀγχηστόνδε

Ὀγχηστός

ὄγχνη

Ὀνεᾶται

ὀνεύω

ὥνεκα

ὀναίμην

ὥνεμος

ὀνέω

ὠνέομαι

Language: Greek

ὃν

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὧν
ὧν gen. pl. к ὅς, ἥ, ὅ.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὦν
ὦν дор.-ион. = οὖν.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὤν
ὤν, οὖσα, ὄν part. praes. к εἰμί.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὅν
I ὅν acc. sing. к ὅς.


II
ὅν nom. и acc. n и acc. m к adj. pass. ὅς (= ἑός).
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὄν
I ὄν, gen.
ὄντος part. praes. n к εἰμί.


II
ὄν эол. = ἀνά.


III
ὄν, gen.
ὄντος τό [εἰμί] филос. сущее Plat., Arst.

Wordform ὃν

Lemmas:

ὅς 14
лемма не указана 4
εἰμί 1

Parallel words:

который (1) его (2) которого (1) которым (2)
є҆го́же (6) є҆гѡ́же (2)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 10 из 12932 ipm=773 freq stat
Богослужебные тексты 9 из 29981 ipm=300 freq stat

Concordance:

Wordform ὧν

Lemmas:

ὅς 22
εἰμί 10
лемма не указана 4

Parallel words:

их (1) будучи (3) пребывающий (1) господь (1) кому (1) чьи (1)
и҆́хже (4) сы́й (6)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 26 из 12932 ipm=2011 freq stat
Богослужебные тексты 10 из 29981 ipm=334 freq stat

Concordance: