Ονομ
ὄνομα
ὀνομάζει
ὀνομάζω
ὀνομάζομεν
ὀνομαζομένην
ὀνομάζων
ὀνομάζουσα
ὀνομάζουσιν
ὀνομάζετε
ὠνόμακα
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομᾰκλῠτός
Ὀνομάκρῐτος
ὀνομάσας
ὀνομάσῃ
ὀνομασίᾳ
ὀνόμασιν
ὠνομασμένως
ὀνομάσω
ὀνομαστοί
ὀνομαστική
ὀνομαστικόν
ὀνομαστικός
ὀνομαστὸν
ὀνομαστὸς
ὀνομαστοὺς
ὀνομασθῇ
ὀνομασθῆναι
ὠνομάσθης
ὠνομάσθησαν
ὀνομασθήσεται
ὀνομάσαι
ὀνοματ(ο)-
ὀνόματα
ὀνόματι
ὀνομᾰτικόν
ὀνοματογραφία
ὀνοματογραφίαν
ὀνομᾰτώδης
ὀνοματολόγος
ὀνομάτων
ὀνομᾰτοποιΐα
ὀνομᾰτοποιέω
Ὀνόματος
ὀνομᾰτοθέτης
ὀνομᾰτουργός
ὠνόμηνα
ὄνομαι
ὀνομαίνω
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: