ἔμπη

ἐμπήγνῡμι

ἐμπηδάω

ἐμποιεῖ

ἐμπύημα

ἐμποιητικός

ἐμποικίλλω

ἐμπικραίνομαι

ἐμπῑλέομαι

ἐμπινής

ἐμπίνω

ἔμπῡος

ἐμπῐπίσκω

ἐμπιπλᾷ

ἐμπιπλαμένη

ἐμπιπλάμενος

ἐμπιπλάω

ἐμπιπλᾷς

ἐμπίπλασθε

ἐμπίπλαται

ἐμπίπλημι

ἐμπιπλῶν

ἐμπιπλῶντα

ἐμπιπλέω

ἐμπιπράω

ἐμπίπρημι

ἐμπίπτει

ἐμπίπτω

ἐμπίπτοντα

ἐμπίπτοντας

ἐμπίπτοντος

ἔμπιπτε

ἔμπῠρα

ἐμπειράζω

ἐμπείρᾰμος

ἔμπυροι

ἐμπειρία

ἐμπειρίαν

ἐμπειρίας

ἐμπῠρῐβήτης

ἐμπῠρίζω

ἐμπυρίζοντες

ἐμπυρίζουσιν

ἐμπυρίζεται

ἐμπυριεῖ

ἐμπειρικός

ἐμπυριῶ

Ἐμπυρισμῷ

ἐμπυρισμόν

Ἐμπυρισμός

ἐμπυρίσωμέν

ἐμπυρισθῇς

ἐμπυρισθεῖσιν

ἐμπυρισθήσονται

ἐμπειρῶ

ἐμπῠροειδής

ἐμπύρων

ἐμπειροπόλεμος

ἔμπειρος

ἐμπύρωσις

ἐμπείρους

ἐμπύρευμα

ἐμπῠρεύω

ἐμπειρέω

ἔμπης

ἐμπιστεύω

ἐμπιστεύων

ἐμπιστεύσαντας

ἐμπιστεύσας

ἐμπιστεύσατε

ἐμπιστεύσῃ

ἐμπιστεύσειν

ἐμπιστεύσῃς

ἐμπιστεύσαι

ἐμπιστευθήσεσθε

ἐμπιστευθήσεται

ἐμπιστευθήτωσαν

ἐμπιστευθέντα

ἐμπίτνω

ἐμποιούμενοι

ἐμπιέζω

ἐμποιέω

Language: Greek

эмби

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἔμπη
ἔμπη дор. Anth. = πῆ.