εὖ

εὖα

εὐαυγ-

εὐᾰγής

εὐάγητος

εὐᾰγωγία

εὐάγωγος

εὐάγων

Εὐᾱγόρᾱς

εὐᾱγορηθείς

εὐᾰγῶς

εὐαγρία

εὔαγρος

εὐαγρέω

εὐαγρεσία

εὐαγέω

εὐαγέως

εὐᾰδίκητος

Εὐάδνη

εὔαδε

εὐάζω

εὐᾱής

εὐάκοος

εὐαλαζόνευτος

εὐᾱλάκᾰτος

εὐαλδής

εὐάλιος

εὐάλωτος

εὐάλφῐτος

εὐάμπελος

εὐᾱμερ-

εὐάν

εὐανάγνωστος

εὐᾰνάκλητος

εὐᾰνᾰκόμιστος

εὐᾰνάλωτος

εὐᾰνάπνευστος

εὐᾰνάτρεπτος

εὐάγκᾰλος

εὐαγκής

εὐαγγελίζομαι

εὐαγγελίοις

Εὐαγγελικῆς

εὐαγγελικός

Εὐαγγελίῳ

εὐαγγέλιον

Εὐαγγέλιος

εὐαγγελιστής

Εὐαγγελίου

εὐάγγελος

εὐάντητος

εὐανδρία

εὐανδρεῖν

εὔανδρος

εὐανδρέω

εὐάνωρ

εὐᾱνορία

εὐανθής

εὐάνθεμος

εὐανθέω

εὐάνεμος

εὐᾰπάλλακτος

εὐᾰπαντησία

εὐᾰπάτητος

εὐᾰπήγητος

εὐᾰπόβᾰτος

εὐᾰπόδοτος

εὐᾰπόλῠτος

εὐᾰπολόγητος

εὐᾰποσείστως

εὐᾰπόσπαστος

εὐᾰποτείχιστος

εὐᾰρίθμητος

εὔαρκτος

εὐάρμᾰτος

εὐαρμοστία

εὐάρμοστον

εὐάρμοστος

Εὐάρνη

εὔαρνος

εὐάροτος

εὔαρχος

εὐάρεστά

εὐάρεστοί

εὐαρεστία

εὐαρεστίαν

εὐαρεστήσαντες

Εὐαρεστήσας

εὐαρεστήσασί

εὐαρέστησις

εὐάρεστον

εὐάρεστος

εὐαρεστούντα

εὐαρεστοῦσά

εὐαρεστέω

εὔασμα

εὐασμός

εὐαστήρ

εὐάτριος

εὐᾰφήγητος

εὐᾰφίη

εὐᾰφής

εὐαυξής

εὔαθλος

εὐᾰφῶς

εὐᾰφές

εὐᾱχής

εὐάχητος

εὐᾱερία

ἔοιγμεν

ἐΰγραπτος

αἰειγενέτης

ἐείδομαι

εὐοῖ

εὐϊάζω

εὐύᾰλος

εὐϊάς

εὐίᾱτος

εὐηγενής

εὐηγεσίη

εὐειδής

εὐίδρως

εὐειδές

εὐήκης

εὐηκοΐα

εὐήκοος

εὐήλᾰτα

εὐήλᾰτος

εὐήλιος

εὔειλος

εὐειμᾰτέω

εὔυμνος

εὐείμων

εὐημερία

εὐημερίας

εὐημέρημα

εὐήμερος

εὐημερέω

εὐηγγελίσω

Εὐηνίνη

εὐήνιος

εὐήνωρ

Εὐηνορίδης

Εὔηνος

εὐηνεμία

εὐήνεμος

εὐοιώνιστος

Εὔιος

εὔιππος

εὐυπέρβλητος

εὐήρᾰτος

εὐηργέτηκας

Εὐηρείδης

εὐήρης

εὐήρῠτος

εὔειρος

εὐήρετμος

εὔιστος

εὐίσχιος

εὐήτριος

εὐήθεια

εὐηθίζομαι

εὐηθίη

εὐηθικός

εὐήθης

εὐήθως

εὐηφενής

εὔηθες

εὔηχα

εὐηχής

εὔιχθυς

εὐίερος

ἕηκα

ἐϊκάσδω

ἐοικώς

ἐεικοσάβοια

ἐεικοσάβοιος

ἐείκοσι

ἐεικόσορος

ἐεικοστός

ἐοικότως

ἐΐκτην

ἐΰκτῐτος

ἔϊκτον

ἐοικέναι

ἐείλεον

αἰείμνηστος

ἐὐμενῶς

ἔην

ἑήνδᾰνον

ἐΰννητος

ἑοῖο

εὐοδία

εὐωδίζομαι

εὐωδίη

εὐώδῑν

εὐώδης

εὐοδμία

εὔοδμος

εὐοδόω

εὔοδος

εὐοδώσω

εὐοδέω

εὐῶδες

εὔολβος

εὐόλισθος

εὐώλενος

εὐομολόγητος

εὐογκίη

εὔογκον

εὔογκος

εὐωνία

εὐωνύμων

εὐώνυμος

Εὐωνῠμεύς

εὐόνειρα

εὔωνος

εὐῶπις

εὐοπλία

εὔοπλος

εὐοπλέω

εὐωπός

εὐώψ

εὔοψος

εὐοργησία

εὐόργητος

εὐωριάζω

εὐόριστος

εὐορκία

εὐόρκωμα

εὔορκος

εὐορκέω

εὔορμος

εὔορνῐς

εὐορνῑθία

εὔωρος

εὐόροφος

εὐόρεκτος

ἑῆος

εὐοσμία

εὔοσμος

εὔοφρυς

εὐόφθαλμος

εὐωχία

εὔοχθος

εὐοχθέω

εὐοχέω

ἐειπ-

ἐειργ-

ἐΰρρηνος

ἐΰρροος

ἓις

ἐοῖσα

ἐεισάμην

ἐεισάσθην

ἔῃσι

ἐΐσκω

ἐΰσσωτρος

ἐΰσσελμος

ἔησθα

ἐΰσχιστος

Αἰήτᾱς

Αἰήτης

αἰητός

ἐυφρήναι

εὐαῖ

εὐεύρετος

εὔεδρος

εὐεξάλειπτος

εὐεξᾰπάτητος

εὐεξία

εὐέξοδος

εὐεξέλεγκτος

εὐεξέταστος

εὐεκτικός

εὐέκτης

εὐεκτέω

εὐέκφορος

εὔελπι

Εὐελπίδης

εὔελπις

εὐελπιστία

Εὐέλθων

εὐέλεγκτος

εὐεμπτωσία

εὐέμβολος

Εὐαίμων

Εὐαιμονίδης

εὐένδοτος

εὐαίνητος

εὐαίων

εὐεπάγωγος

εὐεπᾰκολούθητος

εὐέπεια

εὐεπίβᾰτος

εὐεπήβολος

εὐεπιβούλευτος

εὐεπίη

εὐεπιλόγιστος

εὐεπής

εὐεπίτακτος

εὐεπιφορία

εὐεπίθετος

εὐεπιχείρητος

εὐέργεια

εὐεργής

εὐεργός

εὐεργεσία

εὐεργεσίαν

εὐεργετεῖ

εὐεργετικόν

εὐεργετικός

εὐεργέτημα

εὐεργετημάτων

εὐεργετεῖς

εὐεργετητικός

Εὐεργετῶν

εὐεργετέω

εὐέρκεια

εὐερκής

εὐερκῶς

εὐέρκτης

εὐερνής

εὔερος

εὐαίρετος

Εὐεσπερίδες

Εὐεσπερῖται

εὐεστώ

εὐαισθησία

εὐαισθησίαν

εὐαίσθητος

εὐετία

εὐετηρία

εὐέθειρος

εὐέφοδος

Language: Greek

εὖ

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
εὑ
εὑ или
εὗ эп.-ион. (энкл.) = αὐτοῦ и οὗ.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
εὖ
εὖ эп.-ион. = οὖ (gen. 3 л. к pron. reflex.).
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
εὖ
I εὖ, эп. перед двумя согласн.
ἐΰ adv.
1) хорошо: εὖ καὶ ἐπισταμένως Hom. с большим искусством; ἅρματα εὖ πεπυκασμένα Hom. тщательно закрытые колесницы; νόμοι ἔχοντες εὖ Her. хорошо составленные законы; εὖ κατὰ κόσμον Hom. в полном порядке; ἄλλα τε πολλά, οἷσιν εὖ ζώουσι Hom. и многое другое, благодаря чему (люди) хорошо живут; εὖ ἐλθέμεν Hom. благополучно возвратиться; εὖ εἰπεῖν τινα Hom. хорошо отзываться о ком-л., хвалить кого-л.; εὖ ἔρδειν τινά Hom. делать добро кому-л.; εὖ οἶδα или ἔγνωκα Thuc., Xen., Plat. etc. я отлично знаю; вводн. εὖ οἶδ᾽ ὅτι … Arph. я уверен, несомненно, что …; εὖ μήδεο Hom. рассуди как следует, здравое εὖ γεγονώς Her. благородного происхождения, родовитый, знатный; τὸ εὖ ἔχειν τὴν ψυχήν Arst. душевное благородство; (в ответах) εὖ κἀνδρείως (= καὶ ἀνδρείως) Plat., Arph., εὖ (τε) καὶ καλῶς Her., Plat. etc. очень хорошо, превосходно, отлично;
2) полностью, вполне: εὖ (μάλα) πάντες Hom. решительно все, все без исключения; εὖ (καὶ) μάλα Plat., Arst., Theocr. и μάλ᾽ εὖ Arph., Plat. целиком, совершенно, крайне, весьма; εὖ μάλα πρεσβύτης Plat. очень старый, глубокий старик; κάρτα εὖ Her., πάνυ εὖ Plat., εὖ πάνυ Arph. совершенно, полностью; εὖ σαφῶς Aesch., Arph.; совершенно очевидно;
3) охот. давай! или пиль! (εὖ! κύνες! Xen.).


II
εὖ τό indecl.
1) добро, благо (τἀγαθὸν καὶ τὸ εὖ Arst.);
2) правое дело (τὸ εὖ δίκαιον εἰπεῖν Soph.): τὸ δ᾽ εὖ νικάτω! Aesch. правое дело да победит!
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἔοι
ἔοι эп. (= εἴη) 3 л. sing. praes. opt. к εἰμί.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἑοῖ
ἑοῖ эп. (= οἷ) себе.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἔῃ
ἔῃ эп.-ион. (= ᾖ) 3 л. sing. conjct. к εἰμί.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἐή
I ἐή Trag. (= ἔ) ох!, увы!


II
ἐή (= ἥ) эп. f к ἑός.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
αἰεί
αἰεί ион.-поэт. = ἀεί.

Lemma εὖ

Wordforms and parallel words:

εὖ 12

Concordance:

Wordform εὖ

Lemmas:

εὖ 12
лемма не указана 2

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 14 из 12932 ipm=1083 freq stat

Concordance: