εὐεργετεῖ
εὐεργετικόν
εὐεργετικός
εὐεργέτημα
εὐεργετημάτων
εὐεργετημένους
εὐεργέτην
εὐεργετεῖς
εὐεργετήσαντά
εὐεργετήσαντί
εὐεργετήσας
εὐεργετητικός
εὐεργετήθησαν
εὐεργετηθήσονται
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: