δύο

διόβλητος

διωβολία

διώβολον

διόβολος

διωβελία

δίωγμα

διωγμός

διόγνητος

δυογόν

δῑόγονος

διογενής

διογενέτωρ

διώδῠνος

διοδοιπορέω

διοδύρομαι

διόδων

Διόδωρος

δίοδος

διόδους

διοδεύω

δυώδεκα

δυωδεκάβοιος

δυωδεκάδρομος

δυωδεκάμηνος

δυωδεκάμοιρος

δυωδεκάπηχυς

δυωδεκάπολις

δυωδεκάς

δυωδέκᾰτος

δυωδεκαταῖος

διοϊστεύω

διωκάθω

διῳκεῖτο

Διοκλῆς

Δίοκλος

διώκω

διῳκοδομημένων

διοκωχή

διωξικέλευθος

διώξιππος

δίωξις

δίωξον

διώκτην

διωκτήρ

διώκτης

διώκτωρ

διωκτός

δυοκαίδεκα

δυοκαιδεκάμηνος

δυωκαιεικοσίμετρος

δυωκαιεικοσίπηχυς

διώκετε

διωλύγιος

διολισθαίνω

διολκή

διόλλῡμι

διολῶ

διολοφύρομαι

διόλου

διωλένιος

διολέσω

διομᾰλίζω

διομᾰλύνω

διομᾰλισμός

δίομβρος

Διόμεια

Διομειᾰλαζών

Διομήδη

Διομήδειος

Διομήδης

Διομήδους

Διομειεύς

διόμνῡμι

διομολογία

διομολόγησις

διομολογέω

διωμοσάμην

διωμοσία

διώμοτος

δίομαι

Διομέδων

Δῖον

Διώνα

διογκόω

διόγκωσις

Διώνη

διώνῠμος

Διώνειος

Διονύσια

διονῡσιάζω

Διονῡσιακός

Διονῡσιάς

Διονύσιον

Διονύσιος

διονῡσοκόλακες

Διόνῡσος

διονομάζω

Διωναῖος

δῃόω

Δηῷος

δυόωσι

δυοποιός

δίοπος

δίοψις

διόψομαι

διοπτικά

διοπτήρ

διοπτής

διόπτρα

διοπτρικά

διοπτεύω

διόπαι

διόπερ

Διόπαις

διοπετής

διορ(ρ)όω

διοράω

διορᾱτικός

διοργίζομαι

διόργυιος

διωρῠγή

διόρυγμα

διορίζω

διῶρυξ

Διόρυκτος

Διώρης

διόρῐσις

διορισμός

διωρισμένως

διορύσσω

διοριστικός

διορῠχή

διορκισμός

διόρνυμαι

διόρθωμα

Δίορφον

διορθόω

διόρθωσις

διορθώσεως

διορθωτικός

διορθωτής

διορθούμενοι

διορθούμενος

διορθεύω

διορχέομαι

δεῖος

διόσδοτος

διοσημεία

δίωσις

Διόσκοροι

Διοσκόρειον

Διοσκουρ-

διοσκέω

διόστεος

διότι

Διοτίμα

δοιοτόκος

δίωτος

διοτρεφής

Διόφαντος

διωθισμός

διόθεν

διωθέω

διοχῠρόω

διοχλέω

διοχετεύω

Language: Greek

δύο

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δύω
I δύω (fut. δύσω с ῡ, pf. δέδυκα) тж. med.
1) погружаться, опускаться (θαλάσσης κόλπον Hom. и ἐς θάλατταν Her.; γαῖαν Hom. и κατὰ γῆς Plat.; ἐς и ὑπὸ πόντον Hom.; αἰθέρα Soph.; χάσμα χθονός Eur.; πλοῖα δέδυκε Arst.): δ. δόμον Ἄϊδος εἴσω и εἰς Ἀΐδαο Hom. сойти к Аиду, т. е. умереть;
2) входить, вступать (πόλιν Hom.; ἐς δόμους Eur.): βέλος εἰς ἐγκέφαλον δῦ Hom. стрела проникла в мозг; κάματος γυῖα δέδυκε Hom. усталость охватила члены; δύμεναι μάχην Hom. вступить в бой; κἀμὲ ἔδυ φόβος Eur. и меня охватил страх;
3) (о небесных светилах) заходить (ἠέλιος ἔδυ и δύσετο Hom.; ἄστρα δύεται Arst.): πρὸ δύντος ἡλίου Her. перед заходом солнца; δυομένῳ ἡλίῳ Xen. с заходом солнца; δυομένης (τῆς σελήνης) Plut. когда луна зашла; βίου δύντος Aesch. на склоне жизни;
4) досл. опускаться на дно, перен. погибать (νῆσος ὑπὸ σεισμῶν δῦσα Plat.; οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος Aesch.);
5) прятаться (εἴς τινα, παῖς ὣς ὑπὸ μητέρα Hom.);
6) надевать (на себя) (χιτῶνα, τεύχεα, med. ἔντεα χροΐ и τεύχεα περὶ χροΐ Hom.): ἐν τεύχεσι δύεσθαι Hom. надеть на себя доспехи; δύεσθαι ἀλκήν Hom. вооружиться мужеством, набраться храбрости; ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον Aesch. он подчинился ярму неизбежности.


II
δύω aor. 2 conjct. к δύω I.


III
δύω эп.-поэт. = δύο.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δύο
δύο, эп.-поэт. тж.
δύω (indecl., но тж.: gen. δυοῖν, δυεῖν - ион.-дор. δυῶν, dat. δυοῖν, δυσί(ν) - ион. δυοῖσι) два, двое, две, иногда оба, обе: εἷς καὶ δ. Hom. один (из них) или оба; δ. ἢ τρεῖς οἱ πρῶτοι Xen. двое-трое из передовых бойцов; εἰς δ. Xen. по два, по двое или Luc. надвое; δ. ποιεῖν τι Arst. разделить что-л. на две части; δυοῖν (θάτερον) - ἤ … ἤ Dem. одно из двух - или … или; σὺν δ. вдвоем Hom., но тж. (v. l. σύνδυο) Her. по два; ἀνὰ δ. и δ. καὶ δ. NT по два, по двое; τὰ δ. μέρη Thuc. (ср. лат. duae partes) две части (из трех), т. е. две трети.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δίω
δίω
1) бояться: δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν Hom. он боялся за ахейские корабли; περὶ γὰρ δίε μή τις … Hom. ибо он сильно опасался, как бы не …;
2) (в страхе) бежать (τρὶς περὶ ἄστυ Hom.);
3) med. обращать в бегство, преследовать (δηΐους προτὶ ἄστυ Hom.);
4) med. прогонять, отгонять (τινα ἀπό μεγάροιο Hom.): ἀπὸ ναῦφι μάχην δίεσθαι Hom. отвести сражение от кораблей.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διό
διό, тж.
δι᾽ ὅ conj.
1) вследствие чего, вот почему, поэтому: δ. δὴ καί Plat. потому-то именно;
2) (редко) потому что Arst.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Δηώ
Δηώ, οῦς ἡ Део, т. е. Деметра HH, Soph., Eur., Arph., Anth.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δήω
δήω (только praes. = fut.)
1) найти, встретить (τινά и τι Hom., Anth.);
2) дождаться (τέκμωρ Ἰλίου Hom.).

Lemma δύο

Wordforms and parallel words:

δύω 1 два̀ (1)
δύο 14 две (1) два (1) двумя (1) двѣма̀ (1) два̀ (1) ѻ҆бои́хъ (1) двою̀ (1)
δὺο 1
δυσὶ 4 двум (2) двѣма̀ (2)

Concordance:

Lemma δύω

Wordforms and parallel words:

Concordance:

Lemma διό

Wordforms and parallel words:

διὸ 24 ибо (1) поэтому (4) потому (1) сегѡ̀ (1) тѣ́мже (4) въ (1)

Concordance:

Wordform δύω

Lemmas:

δύο 1

Parallel words:

два̀ (1)

In subcorpus: Show more ▼

Богослужебные тексты 1 из 29981 ipm=33 freq stat

Concordance:

Wordform δύο

Lemmas:

δύο 15
лемма не указана 3

Parallel words:

две (1) два (1) двумя (1)
двѣма̀ (1) два̀ (1) ѻ҆бои́хъ (1) двою̀ (1)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 10 из 12932 ipm=773 freq stat
Богослужебные тексты 8 из 29981 ipm=267 freq stat

Concordance:

Wordform διὸ

Lemmas:

διό 24

Parallel words:

ибо (1) поэтому (4) потому (1)
сегѡ̀ (1) тѣ́мже (4) въ (1)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 16 из 12932 ipm=1237 freq stat
Богослужебные тексты 8 из 29981 ipm=267 freq stat

Concordance: