ἦν

ἵνα

εἰνάκις

εἰνακισχίλιοι

εἰνακόσιοι

εἰνάλιος

εἰνᾰλίφοιτος

εἰνάνῠχες

οἰνάνθη

οίνᾰρίζω

οἰνάριον

οἰναρίς

ἤναρον

Ἰνάρως

οἰνάρεον

εἰνάς

εἴνᾰτος

εἰνάτερες

Ἰνᾰχίδης

Ἰνᾰχίη

Ἰνᾰχιεῖς

Ἰνάχειος

Ἴνᾰχος

εἰναέτις

εἰνάετες

ἤγγικα

ἤγγικεν

ἤγγειλα

ἰνδάλλομαι

ἴνδαλμα

ἰνδαλμός

ἥνδανον

Ἰνδία

Ἰνδική

Ἰνδικος

ἤντησα

ἠντληκότες

Ἰνδολέτης

ἤντων

Ἰνδῷος

Ἰνδός

ἧνται

ἤντεον

εἰνί

ἡνία

Οἰνιάδαι

ἠνίᾱσα

ἠνιάθην

ἠνοίγην

ᾔνιγμαι

οἰνίδιον

Οἰνείδης

ἠνίδε

οἰνίζομαι

Οἰνηΐς

ἠνιήθην

ἡνίκα

ἠνεικάμην

Ἰνυκηνός

Ἴνυκον

Ἴνυκος

ᾐνιξάμην

ἶνιν

ἠνηνάμην

ἠνίων

ἡνιοποιεῖον

Ἠνιοπεύς

ἡνιοστρόφος

ἡνιοστροφέω

ἡνιοχεία

ἡνιοχική

ἡνιοχικός

ἡνιόχησις

ἡνίοχος

ἡνιοχεύω

ἡνιοχεύς

ἡνιοχέω

ἠνίπᾰπον

οἰνήρῠσις

οἰνηρός

ἦνῐς

ἤνυσα

Ἴνησσα

Ἰνησσαῖος

ἤνυστρον

ἠνύσθην

ἠνειχόμην

ἠνείχθην

ὕννη

ὕννις

ἴννος

Ἰνώ

οἰνο-

Οἰνωᾶτις

οἰνοβᾰρείων

οἰνοβᾰρής

οἰνοβρεχής

ἤνωγον

ἠνώγεα

οἰνογευστική

εἰνόδιος

ἰνώδης

οἰνοδόκος

οἰνοδότᾱς

Οἰνόη

οἰνοκάπηλος

ἤνωξα

οἰνόληπτος

Οἰνόμαος

οἰνόμελι

οἶνον

Οἰνώνη

οἰνόομαι

Οἰνοπία

Οἰνοπίδης

οἰνοποιΐα

Οἰνοπίων

οἰνοπίπης

οἰνοποιέω

οἰνοπλάνητος

οἰνοπλήξ

οἰνοπληθής

οἰνοπώλης

οἰνοπωλέω

Ἰνωπός

οἰνοποσία

οἰνοποτάζω

οἰνοποτήρ

οἰνοπότης

ἦνοψ

οἰνοπέδη

οἰνόπεδον

οἰνόπεδος

οἰνοπέπαντος

ἠνορέη

οἶνος

οἴνωσις

εἰνοσίφυλλος

Οἰνωτροί

Οἰνωτρία

οἰνοτρόφος

οἰνοφαγία

Οἰνόφυτα

οἰνοφλῠγία

οἰνόφλυξ

οἰνοχᾰρής

Οἰνοχάρων

οἰνόχῠτος

οἰνοχόη

οἰνοχόημα

οἰνοχόος

οἰνοχοεύω

οἰνοχοέω

ἤνπερ

ἤνσει

ἠνσχόμην

οἴνου

ᾔνουν

Οἰνοῦς

Οἰνοῦσσαι

οἰνοῦττα

ἦνθον

ἥγχουσα

εἶναι

Οἰνεύς

εἱνεκ-

ἠνεκέως

ἠνεμόεις

ἤνεγκα

ἤνεγκαν

ἤνεγκον

ἠναινόμην

ἰνέω

ἠνέῳγμαι

ἠνέωκται

Οἰνεών

ᾔνεσα

ἴνεσι

ἠνεσχόμην

ἠνέσχετο

ᾐνέθην

ἠνέχθην

Language: Greek

ἦν

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὗν
ὗν acc. к ὗς.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
οἶν
οἶν acc. к οἶς.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἴν
ἴν dat. и acc. к арх. ἵ (ἴ).

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἥν
I ἥν acc. sing. к ἥ (f к ὅς).


II
ἥν поэт. (= ἑήν) acc. sing. к ἑός.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἦν
I ἦν 1 и 3 л. sing. impf. и дор. 3 л. pl. impf. Her. к εἰμί.


II
ἦν 1 л. sing. impf. к ἠμί.

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἤν
I ἤν стяж. = ἐάν.


II
ἤν interj. вот!: ἢν ἰδού Eur., Arph., Luc. вот, посмотри (= взгляни-ка)!; ἤν, οὐχ ἡδύ; Arph. ну вот, (т. е. ну что), разве не приятно (это)?

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
εἰν
εἰν эп.-дор. = ἐν.

Wordform ἦν

Lemmas:

εἰμί 6
ὅς 15
лемма не указана 20

Parallel words:

которую (1) была (1) какую (1) был (2) его (1)
бѣ̀ (5) ю҆́же (2) є҆го́же (1)

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 29 из 12932 ipm=2242 freq stat
Богослужебные тексты 12 из 29981 ipm=400 freq stat

Concordance:

Wordform ἵν

Lemmas:

1

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 1 из 12932 ipm=77 freq stat

Concordance: