DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > гон
 

γῶν

γονὰς

γόνασίν

γόνατα

Γονατᾶς ᾶ

γονάτιον

γονάτων

γόνᾰτος

Γωναθ

γογγύζω

γογγύζων

γογγύζοντες

γογγύζουσιν

γογγύλη

γογγύλλω

γογγύλον

γογγύλος

γογγύσει

γόγγυσιν

γογγυσμὸν

γογγυσμὸς

γογγυσμοῦ

γογγυστής

γογγύσουσιν

γογγροειδής

γογγροκτόνος

γόγγρος

γόνυ

γωνίᾳ

γωνίαν

γωνίας

γωνιασμός

γωνίδιον

γονυκαμψεπίκυρτος

γονυκαυσαγρύπνα

γονυκαυταγρύπνα

γονικός

γονύκροτος

γόνιμος

γωνιώδης

γωνιοειδής

γωνιῶν

γωνιόπους

γονυπετής

γονυπετέω

γονεῖς

γωνίαι

γωνιαῖον

γωνίαις

Γόννοι

Γόννος

γονοκτονέω

γόνον

γονορρυῆ

γονορρυής

γονορρυοῦς

γόνος

Γονόεσσα

γονεύω

γονεύς

γονέων

γονεῦσι

γονεῦσιν

Language: Greek

гон

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
γῶν
γῶν ион. = γοῦν.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak