I γυμνάς, άδος adj. 1) нагой, голый (γ. ἐκβεβλημένη ὕδατι,
sc. Κασάνδρα
Eur.);
2) обученный, опытный, искусный (ἵππος ποδὶ γυμνάς
Eur.);
3) стройный, изящный (γ. καὶ παλαιστική,
sc. Ἑλένη
Luc.).
II γυμνάς, άδος ἡ
Anth. = γυμνάσιον.
III γυμνάς ὁ борец, атлет
Anth.