ἀνθ᾽

ἀνθ-

ἀνθᾰλίσκομαι

ἀνθᾰμιλλάομαι

ἀνθάμιλλος

ἀνθάπτομαι

ἄνθη

Ἄνθεια

ἀνθίας

ἀνθυβρίζω

Ἀνθηδών

Ἀνθηδονία

ἀνθίζω

Ἀνθήλη

ἀνθήλιοι

ἀνθήλιος

Ἄνθυλλα

ἀνθειλόμην

Ἀνθήνη

ἀνθεινός

ἄνθειον

ἀνθυπάγω

ἀνθυπάρχω

ἀνθυπᾰτικός

ἀνθύπᾰτος

ἀνθυπᾰτεύω

ἀνθυπείκω

ἀνθύπειξις

ἀνθυπηρετέω

ἀνθυποβάλλω

ἀνθυποκαθίστημι

ἀνθυποκρίνομαι

ἀνθυπόμνυμαι

ἀνθυποπτεύω

ἀνθυποτιθεὶς

ἀνθυποφορά

ἀνθυποφέρω

ἀνθυποχώρησις

ἀνθιππᾰσία

ἀνθιππεύω

ἀνθυπουργέω

ἀνθυπερφρονέω

ἀνθηρογρᾰφέω

ἀνθηρόν

ἀνθηρός

ἄνθησις

ἀνθησσάομαι

ἀνθίστημι

ἀνθείτω

ἀνθυφίσταμαι

ἀνθιερόω

ἀνθοβάφεια

ἀνθοβᾰφής

ἀνθοβάφος

ἀνθόβολος

ἀνθοβολέω

ἀνθοδίαιτος

ἀνθοκόμος

ἀνθοκομέω

ἀνθοκρᾰτέω

ἀνθόκροκος

ἀνθολκή

ἀνθολογία

ἀνθολόγος

ἀνθολογέω

ἀνθομολόγησις

ἀνθομολογέομαι

ἀνθονόμος

ἀνθονομέω

ἀνθοπλίζω

ἀνθορμέω

ἄνθος

ἀνθοσύνη

ἀνθοσμίας

ἀνθοφυής

ἀνθοφόρος

ἀνθοφορέω

ἀνθρᾰκιά

ἀνθρᾰκίας

ἀνθρᾰκίζω

ἀνθρᾰκιή

ἀνθρᾰκογένεσις

ἀνθρᾰκώδης

ἀνθράκων

ἀνθρᾰκόω

ἄνθρακος

ἄνθραξ

ἀνθρᾰκεύω

ἀνθρᾰκεύς

ἀνθρᾰκευτός

ἀνθρηδών

ἀνθρήνη

ἀνθρηνιώδης

ἀνθρήνιον

ἀνθρωπάριον

ἀνθρωπάρεσκος

ἄνθρωποι

ἀνθρωπίζω

ἀνθρωπηΐη

ἀνθρωπήϊος

ἀνθρωπικός

ἀνθρωπίνης

ἀνθρώπινον

ἀνθρώπινος

ἀνθρώπειον

ἀνθρώπειος

ἀνθρώποις

ἀνθρωπίσκος

ἀνθρωπισμός

ἀνθρώπῳ

ἀνθρωπόγλωττος

ἀνθρωπογράφος

ἀνθρωποδαίμων

ἀνθρωποειδής

ἀνθρωποειδῶς

ἀνθρωποκτόνος

ἀνθρωποκτονέω

ἀνθρωπολόγος

ἀνθρωπομάγειρος

ἀνθρωπόμῑμος

ἀνθρωπόμορφος

ἀνθρώπων

ἀνθρωπονομική

ἀνθρωπόομαι

ἀνθρωποποιΐα

ἀνθρωποποιός

ἄνθρωπος

ἀνθρωποσφᾰγέω

ἀνθρωπότης

ἀνθρωπότητι

ἀνθρωποφᾰγία

ἀνθρωποφάγος

ἀνθρωποφᾰγέω

ἀνθρωποφυής

ἀνθρωπόθῡμος

ἀνθρωποθηρία

ἀνθρωποθῠσία

ἀνθρώπου

ἀνθρώπους

ἀνθρωπέη

ἀνθρωπεύομαι

ἀνθρῴσκω

ἀνθοῦν

ἄνθεξις

ἀνθέξω

ἀνθεκτέον

ἀνθελιγμός

ἀνθέλκω

ἄνθεμα

Ἀνθεμίδης

ἀνθεμίζομαι

ἀνθέμιον

ἀνθεμίς

ἀνθεμίσι

ἀνθεμώδης

ἀνθεμόεις

ἄνθεμον

ἀνθεμόρρῠτος

ἀνθεμουργός

Ἀνθεμοῦς

ἀνθεμεῦντας

ἀνθέω

ἀνθερίκη

ἀνθέρῐκος

ἀνθέριξ

ἀνθαιρέομαι

ἀνθερεών

ἄνθεσαν

ἄνθεσι

ἀνθεστιάω

ἀνθέστηκα

Ἀνθεστηριών

ἀνθεστώς

ἀνθεσφόρος

ἄνθετο

ἀνθεῦσα

ἀνθεῦσι

Language: Greek

анф

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἀνθ᾽
ἀνθ᾽ перед густым придыханием = ἀντί.