DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > агэ
 

ἄγε

ἀγέλα

ἀγελᾱδόν

ἀγελάζομαι

ἀγελάρχης

ἀγελαρχέω

ἀγελαστεί

ἀγέλαστος

ἀγέλη

ἀγελείη

ἀγέλην

ἀγελησόν

ἀγέληφι

ἀγελαιοκομική

ἀγελαῖος

ἀγελαιοτροφία

ἀγελαιοτροφική

ἁγεμών

ἁγεμον-

ἀγέμεν

ἄγεν

ἀγένεια

ἀγένειον

ἀγένειος

ἀγενής

ἀγένητος

ἀγεννάτω

ἀγέννεια

ἀγεννής

ἀγέννητος

ἀγεννῶς

ἀγενεᾱλόγητος

ἀγαίομαι

ἀγεωμέτρητος

ἄγεώργητος

ἀγέραστος

ἀγερμός

ἀγέροντο

ἀγερωχία

ἀγέρωχον

ἀγέρωχος

ἄγερσις

ἄγερθεν

ἀγερέσθαι

Ἀγεσίλας

ἄγεσκον

ἀγέστρᾰτος

ἀγετις

ἄγευστος

Language: Greek

агэ

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἄγε
ἄγε, pl.
ἄγετε [imper. к ἄγω] для усиления другого imper. (с которым в числе может быть и не согласовано) -ка!, ну, же!: ἀλλ᾽ ἄγε δὴ στέωμεν! Hom. так устоим же!; ἄγε δή, τι δρῶμεν; Arph. послушай, что нам делать?
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak