DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > парали
 

Πάραλοι

παραλίᾳ

παραλίαν

παραλίας

παραλήγω

παράλιοι

παραλυκίζω

παραλιμπάνω

παράλιμνος

παραλήμψομαί

παραλημψόμενος

παραλήμψονται

παραλήμψεται

παραλημφθεῖσαν

παραλύω

παράλιον

παράλιος

παραλιπεῖν

παραλείπω

παραλείπονται

παράλοιπος

παράλειψις

παραληψομένοις

παραλήψονται

παραλήψεται

παραληπτός

παραλειπτέον

παραληπτέος

παραλείπουσαι

παραλῡπέω

παραληρέω

παραλύσει

παράλυσιν

παράλῠσις

παραλῦσαι

παραλυτικῷ

παραλυτικός

Παράλυτον

παράλυτος

παραλίους

παραλυθήσονται

παρᾰλείφω

Language: Greek

парали

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Πάραλοι
Πάραλοι οἱ паралы
1) [πάραλος I] жители побережья Аттики Her.;
2) [Πάραλος I] члены экипажа священных афинских кораблей, набиравшиеся только из полноправных граждан Thuc.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak