Language: Greek

παραλυτικός

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
παραλῠτικός
παρα-λῠτικός 3 расслабленный, разбитый параличом NT.

Lemma παραλυτικός

Wordforms and parallel words:

παραλυτικῷ 1

Concordance: