DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > катор
 

κάτωρ

κατώρα

κατοράω

κατοργᾰνίζω

κατοργάς

κατοργιάζω

κατωρύγη

κατορυγῶσιν

κατῶρυξ

κατώρυξα

κατώρυξαν

κατορύξουσιν

κατορύσσω

κατορρωδέω

κατορούω

κατορθοῖ

Κατωρθωκέναι

κατόρθωμα

κατορθῶν

κατορθόω

κατώρθωσαν

κατορθώσασθαι

κατορθώσατε

κατορθώσει

κατόρθωσιν

Κατόρθωσις

κατορθώσω

κατορθῶσαι

κατώρθωσεν

κατορθωτικός

κατωρθώθη

κατορθωθήτω

κατωρθούμην

κατορθούντων

κατορθοῦσι

κατωρθοῦτο

Κατορθοῦται

κατωρχήσαντο

κατορχέομαι

Language: Greek

катор

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κάτωρ
κάτωρ, ορος (ᾰ) ὁ предполож, повелитель HH.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak