δίει

δηϊάλωτος

διΐαμβος

Δηϊάνειρα

διήγημα

διηγημᾰτική

διηγημᾰτικός

διήγησιν

διήγησις

διηγήσεως

διηγήσεται

διηγητικός

διῠγιαίνω

διοίγνῡμι

διοίγω

διηγόρευται

δίυγρος

διηγούμενος

διηγέομαι

δίοιδα

διϊδεῖν

διειδής

διεῖδον

διειδέναι

διοιδέω

διειδές

διηυκρῐνημένως

διΐημι

διῆκα

διοικεῖ

διοικίζω

διοικεῖς

διοίκησις

διοικισμός

διοικητικός

διοικητής

διοικεῖται

διϊκνέομαι

διήκω

διοικοδομή

διοικοδομὴν

διοικοδομέω

διῆκον

διηκον-

διηκόνει

διοικονομέω

διηκόσιοι

διηκριβωμένα

διηκρῑβωμένως

διήξω

διῖκτο

διοικουμένων

διοικέω

διῡλάζω

διήλᾰσε

διῡλίζω

διείλημμαι

διειλημμένως

διείληφα

Διειλήφαμεν

διηλῐφής

διειληφότες

διηλλαγμένως

διεῖλον

διῆλθον

διείλεγμαι

διειλέω

δίειμι

διειμένος

διημερεύω

δοίην

διοινόομαι

διηνεκής

διηνεκῶς

διηνεκέως

διήνεμος

Δηϊόκης

δηϊόω

δήϊος

δηϊοτής

δυηπᾰθής

δυήπᾰθος

διηπειρόω

διυπνίζω

Διϊπόλεια

διεῖπον

διϊππεύω

διΐπτημι

δῐῑπετής

διείργω

διείρηκα

διείρημαι

διῃρημένα

διειρημένον

διειρύω

διηρμήνευται

διείρω

διείρομαι

διειρωνόξενος

διηρθρωμένος

διήρχετο

διῆρες

διήρεσα

διείς

διοίσω

διοίσομαι

διϊστάνω

διίστημι

διοιστρέω

διϊστέον

διϊσθμίζω

διϊσθμέω

διϊσχῡρίζομαι

διϊτικός

δίοιτο

δηὖτε

διϊτέον

διυφασμένῃ

διυφή

διῑθύνω

διυφῆς

διήθησις

Δηΐφοβος

διυφαίνω

διηθέω

διοίχηνται

διηχής

διϊχνεύω

διοιχνέω

διοίχομαι

διηχέω

διϊέναι

Language: Greek

дии

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δύῃ
δύῃ Hom. 3 л. sing. opt. к δύω I.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δύη
δύη, дор.
δύα ἡ бедствие, несчастье, горе Hom., Aesch., Soph.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δοιή
δοιή ἡ нерешительность: ἐν δοιῇ Hom., Antagoras ap. Diog. L. в нерешительности, в сомнении.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Δῖοι
Δῖοι οἱ 1 дии (горное племя во Фракии) Thuc.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Διΐ
Διΐ dat. к Ζεύς.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Δίη
Δίη эп. = Δία.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δίει
δίει 2 л. sing. praes. к δίειμι II.