θώρ

φορά

φοράδην

θώρακα

θώρακας

θωρᾱκίζω

θωρᾱκεῖον

θωρακισμούς

θωρᾱκίτης

θωρᾱκοποιός

θωρᾱκοπώλης

θώρακος

θωρᾱκοφόρος

θώραξ

θώραξιν

θώρακες

φωράω

φωρᾱτός

φωραθῇ

φωραθῶσιν

φορβᾰδικός

φορβάς

φορβή

φορβειά

φορβεὰν

Θοργαμα

φορεῖ

φώρια

φωριᾰμός

φορειᾱφόρος

θορυβήσαντες

θορῠβητικός

θορυβηθήσονται

θορῠβώδης

θορυβωδῶς

θορυβῶδες

θόρυβον

θορῠβοποιός

θορῠβοποιέω

θόρυβος

θορύβου

θορῠβέω

φωρίδιος

φορηδόν

Θορίκιος

θωρηκο-

Θορῐκόνδε

θορῐκός

θώρηξ

θωρηκτής

φόρημα

φόρῐμος

φορήμεναι

θορεῖν

φορίνη

φορύνω

φορῑνόομαι

φορείῳ

φορεῖον

φώριος

φορεῖς

θωρήσσω

φορητός

Φορκίδες

Φόρκυν

Φόρκυς

Φόρκος

φόρμιγξ

φορμηδόν

φορμίζω

φορμικτάς

φορμικτής

φορμικτός

φορμίον

φορμίς

φορμίσκος

φορμορρᾰφέω

φορμός

φορμοφόρος

Θόρναξ

φορῶ

φορολογία

φορολογίαν

φορολογίας

φορολογεῖσθαι

φορολόγητοι

φορολόγῳ

φορολόγος

φορολόγου

φορολογοῦντες

φορολογέω

φορῶν

Φορωνεῖδαι

Φορωνεύς

φόρος

φορτία

φορτηγία

φορτηγικός

φορτηγός

φορτηγέω

φορτίζω

φορτικόν

φορτικός

φορτικότης

φορτίον

φορτίς

φόρτος

φορτοφορέω

φόρου

θοροῦμαι

φοροῦντος

φοροῦντες

φόρους

φορθομμιν

Θόραι

φορεᾱφόρος

Θορεύς

φορέῃσι

φορέω

θορέομαι

φορέσας

φορέσει

φορέσαι

φορέεσκον

Language: Greek

фор

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
φώρ
φώρ, φωρός ὁ [φέρω]
1) вор Her., Arph. etc.: Φωρῶν λιμήν Dem. Воровская гавань (близ Афин); ἔγνω δὲ φ. τε φῶρα καὶ λύκος λύκον погов. Arst. вор узнает вора, а волк - волка;
2) зоол., предполож. пчела-кукушка Arst.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
θώρ
θώρ финик. Plut. = βοῦς.