μέλη

μελία

μελιᾱδής

μελίαμβοι

Μελίβοια

μελῐβόας

μελίβρομος

μελίγᾱρυς

μελῐγᾱθής

μελίγδουπος

μελίγηρυς

μελίγλωσσος

μεληδών

μελύδριον

μελίζω

μελίη

μελῐηδής

μελίκηρα

μελίκηρον

μελίκομπος

μελικός

μελίκρᾱτον

μελικτάς

Μελικέρτης

μελίλωτον

μέλημα

μελίμᾱλον

μελίνη

μέλῐνος

Μελῐνοφάγοι

μελίπηκτον

μελίπνοος

μελίπαις

μελίρρῠτος

μελίρροθος

Μέλης

μελίσδω

Μελησιγενής

μελησίμβροτος

μέλισμα

μελισμάτιον

μελήσω

μελίσπονδα

μέλισσᾰ

μελίσσειος

μελισσόβοτος

μελισσώδης

μελισσονόμος

μελισσοπόλος

μελισσοπόνος

Μέλισσος

μελισσοσόος

μελισσότοκος

μελισσοτρόφος

μελισσότευκτος

μελισσουργία

μελισσουργεῖον

μελισσουργός

μελισσεύς

μελιστᾰγής

μελίστακτος

μελιστής

μέλιτι

μελίτεια

Μελητίδης

μελίτῐνος

μελίτειον

μελίτειος

μελιτήριος

μελῐτώδης

μελῐτόεις

μελίτωμα

μελῐτόω

μελῐτοπώλης

Μέλητος

μελῐτόεσσα

μελιττ-

μελῐτουργία

μελῐτουργέω

μελιτοῦς

μελιτοῦττα

Μελῐταίᾱ

Μελῐτεύς

μελητέον

Μελῐταῖος

μελῐτερπής

μελίφυρτος

μελίφωνος

μελίφρων

μελίθροος

μελίθρεπτος

μελίφθογγος

μελίχλωρος

μελιχρώδης

μελίχροος

μελιχρός

μελίχρους

Μελίαι

Language: Greek

μέλη

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μέλῐ
μέλῐ, ῐτος τό
1) мед (χλωρόν Hom.; παμφαές Aesch.; ἄγριον NT): μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Hom. слаще меда лилась речь (Нестора);
2) медвяный напиток (из сока финиковой пальмы) Her.;
3) сладкая смола (ἀπὸ τῶν δένδρων συλλεγόμενον Arst.).
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μέλει
μέλει impers. к μέλω.

Lemma μέλη

Wordforms and parallel words:

μέλη 2 члены (1) ᲂу҆́ди (1)

Concordance:

Wordform μέλη

Lemmas:

μέλος 2
μέλη 2

Parallel words:

члены (3)
ᲂу҆́ди (2) ᲂу҆́ды (1)

In subcorpus: Show more ▼

Богослужебные тексты 4 из 29840 ipm=134 freq stat

Concordance:

Wordform μέλει

Lemmas:

лемма не указана 1

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 1 из 12932 ipm=77 freq stat

Concordance: