DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > мэлис
 

Μέλης

μελισάτωσαν

μελίσδω

Μελησιγενής

μελησίμβροτος

μέλισμα

μελισμάτιον

μελήσω

μελίσπονδα

μέλισσα

μέλισσαν

μελίσσῃ

μελίσσειος

μελισσόβοτος

μελισσώδης

μελισσῶν

μελισσῶνα

μελισσονόμος

μελισσῶνος

μελισσοπόλος

μελισσοπόνος

Μέλισσος

μελισσοσόος

μελισσότοκος

μελισσοτρόφος

μελισσότευκτος

μελισσουργία

μελισσουργεῖον

μελισσουργός

μέλισσαι

μελισσεύς

μελιστᾰγής

μελίστακτος

μελιστής

Language: Greek

мэлис

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μέλις
μέλις ὁ Arph. в произнош. скифа = μέλι.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Μέλης
Μέλης, ητος ὁ Мелет
1) отец Гомера Plut.;
2) река в Ионии HH.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak