μέγα

Μεγαβάζης

Μεγάβαζος

Μεγαβάτης

Μεγάβυζος

Μεγάδης

μεγᾰκῡδής

μεγᾰκήτης

μεγακλεής

μεγάλα

μεγᾰλᾱγορία

μεγᾰλάδῐκος

μεγᾰλαλκής

μεγᾰλᾱν-

μεγάλας

μεγᾰλαυχία

μεγαλαυχεῖν

μεγαλαυχῆσαι

μεγαλαύχητος

μεγάλαυχον

μεγάλαυχος

μεγᾰλαυχέω

Μεγάλῃ

Μεγάλη πόλις

μεγαλεῖά

μεγᾰληγορία

μεγᾰληγόρος

μεγᾰληγορέω

μεγᾰλίζομαι

μεγάλην

μεγαλύνας

μεγαλύνατε

μεγαλύνῃ

μεγαλύνηται

μεγαλύνω

μεγαλύνωμεν

μεγαλυνόμενος

μεγαλύνων

μεγαλύνοντας

μεγαλύνονται

μεγαλύνοντες

μεγᾰλήνωρ

μεγᾰληνορία

μεγαλυνοῦμεν

μεγαλυνθείη

μεγαλυνθείης

μεγαλυνθήσομαι

μεγαλυνθησόμεθα

μεγαλυνθήσεται

Μεγαλύνθητι

Μεγαλυνθήτω

μεγαλυνθὲν

μεγαλῦναι

μεγαλύνεσθε

μεγαλείῳ

μεγαλεῖον

μεγαλεῖος

μεγαλειότης

μεγαλειότητα

μεγαλειότητι

μεγαλειότητος

μεγάλης

μεγᾰλήτωρ

μεγάλοιτος

μεγάλῳ

μεγᾰλογνῶμον

μεγᾰλογνωμοσύνη

μεγαλόδοξος

μεγᾰλόδωρον

μεγαλόδωρος

μεγᾰλοδωρεά

μεγᾰλοκοίλιος

μεγᾰλοκύμων

μεγᾰλοκίνδῡνος

μεγᾰλοκόρῠφος

μεγᾰλοκρᾰτής

μεγαλοκράτωρ

μεγᾰλοκέφᾰλος

μεγᾰλοκευθής

μεγαλομαρτύρων

μεγαλομάρτυρος

μεγαλώματος

μεγᾰλόμισθος

μεγᾰλόμητις

μεγαλομέρεια

μεγαλομερής

μεγαλομερῶς

μεγαλομεροῦς

μεγάλων

μεγᾰλογκία

μεγᾰλόνοια

μεγαλώνυμος

μεγᾰλόνοος

μεγᾰλόνουν

μεγᾰλόνους

μεγᾰλοπάθεια

μεγᾰλόπλουτος

μεγᾰλόπολις

Μεγᾰλοπολιτική

Μεγᾰλοπολιτικός

Μεγᾰλοπολίτης

μεγᾰλοπόνηρος

μεγᾰλοπράγμων

μεγᾰλοπραγμοσύνη

μεγαλοπρεπεῖ

μεγαλοπρέπειά

μεγαλοπρέπειαν

μεγαλοπρεπείας

μεγαλοπρεπής

μεγαλοπρεπῶς

μεγαλοπρεποῦς

μεγᾰλοπρεπέως

μεγαλοπρεπὲς

μεγαλοπρεπεστάτην

μεγαλοψυχία

μεγαλοψυχίας

μεγᾰλόψῡχον

μεγαλοψύχως

μεγᾰλόπτολις

μεγαλοπτέρυγος

μεγᾰλόπους

μεγᾰλόπετρος

μεγαλορήμονα

μεγαλορρήμονι

μεγαλορρημονήσῃς

μεγαλορρημονοῦντες

μεγαλορρημοσύνη

μεγάλως

μεγαλοσάρκους

μεγαλωσύνη

μεγαλωσύνην

μεγαλωσύνης

μεγᾰλοσμάρᾰγος

μεγᾰλόσπλαγχνος

μεγαλωστὶ

μεγᾰλόστομος

μεγᾰλόστονος

μεγᾰλοσθενής

μεγαλοσθενοῦς

μεγᾰλοσχήμων

μεγᾰλοτίμως

μεγᾰλότης

μεγᾰλότολμος

μεγᾰλότεχνος

μεγᾰλοφυής

μεγᾰλόθῡμος

μεγᾰλόφλεβος

μεγᾰλοφωνία

μεγαλόφωνος

μεγαλοφωνοτάτου

μεγαλόφρων

μεγᾰλοφρόνως

μεγᾰλοφρονέω

μεγᾰλοφροσύνη

μεγᾰλόφθαλμος

μεγᾰλωφελής

μεγᾰλοεργία

μεγᾰλοεργής

μεγᾰλοεργός

μεγάλου

μεγᾰλουργ-

μεγαλούργημα

μεγαλουργήμασι

μεγάλους

μεγάλαι

μεγαλεπήβολος

μεγαλεπίβουλός

μεγάλαις

Μεγᾰμηδείδης

Μέγαν

μεγάνωρ

Μεγάρᾱ

Μέγᾰράδε

Μεγάρη

μεγᾰρίζω

Μεγαρήϊος

Μεγᾰρική

Μεγᾰρικός

Μεγᾰρίς

μέγᾰρον

μέγᾰρόνδε

Μεγᾰρόθεν

Μεγᾰρεύς

μέγας

μεγασθενής

μεγᾰθαρσής

μεγάθῡμος

μέγᾰθος

μεγαυχής

Language: Greek

μέγα

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μέγα
I μέγα n к μέγας.


II
μέγα adv. = μεγάλως.

Wordform μέγα

Lemmas:

μέγας 18
лемма не указана 108

Parallel words:

великой (8) велика (1) великое (1)
вели́цѣй (9) вели́ка (1) ве́лїю (1) вели́кое (1)

In subcorpus: Show more ▼

не указано 5 из 47050 ipm=106 freq stat
Богослужебные тексты 18 из 29840 ipm=603 freq stat
Библия 105 из 577071 ipm=182 freq stat
— Ветхий завет 105 из 577071 ipm=182 freq stat
—— Пятикнижие Моисеево 31 из 124513 ipm=249 freq stat
—— Исторические книги 43 из 250205 ipm=172 freq stat
—— Учительные книги 11 из 91862 ipm=120 freq stat
—— Пророческие книги 20 из 110491 ipm=181 freq stat

Concordance: