Language: Greek

μεγαλειότης

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μεγαλειότης
μεγαλειότης, ητος ἡ величие NT.

Lemma μεγαλειότης

Wordforms and parallel words:

μεγαλειότητι 3 вели́чествꙋ (1)
μεγαλειότητος 1 могущественного (1) вели́чества (1)

Concordance: