DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > ила
 

ἴλᾱ

ὕλαγμα

ὑλαγμός

ὑλᾰγωγέω

εἰλαδόν

ἱλάειρα

ὑλάεις

ἠλάκᾰτα

ἠλᾰκάτη

ὑλᾰκή

Ὑλᾰκίδης

ὑλᾰκόμωρος

ὑλακτικός

ὑλακτητής

ὑλακτέω

ἡλάμην

ἵλᾰμαι

ὑλᾶντα

ὑλάω

Ἱλάων

ἴλαος

εἰλᾰπῐνάζω

εἰλᾰπῐναστής

εἰλᾰπίνη

εἶλᾰρ

ἱλαρᾷ

ἱλᾰρία

ἱλαρύνω

ἱλαρύνων

ἱλαρῷ

ἱλᾰρόν

ἱλαρόω

ἱλαρός

ἱλαρότης

Ἱλαρότητι

ἱλαρότητος

ἱλαροῦσθαι

εἰλάρχης

Ἴλᾰς

ἤλασα

ἠλασκάζω

ἠλάσκω

ἱλάσκομαι

ἱλάσκεσθαι

ἱλασμόν

ἱλασμός

ἱλάσσεαι

ἱλαστήριον

ἱλαστήριος

ἱλάσθητι

Εἰλατίδας

Εἰλᾰτίδης

εἰλάτινος

ἠλᾶτο

ὑλᾱτόμος

ἵλᾰθι

ἠλάθην

Language: Greek

ила

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὕλᾱ
ὕλᾱ ἡ дор. = ὕλη.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἴλᾱ
ἴλᾱ (ῑ) ἡ дор. Pind. = ἴλη.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak